Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΑΥΛΩΝΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ-ΤΟΠΟΣ ΗΡΩΩΝ



    O Αυλώνας είναι κωμόπολη της Βορειοανατολικής Αττικής και μέχρι το 2010 ήταν  έδρα του ομώνυμου Δήμου που συμπεριλάμβανε και τον οικισμό Μπούγα (Ασπροχώρι). Από το 2011 υπάγεται στον ενιαίο Δήμο Ωρωπού, μετά από την συνένωση Δήμων που προέκυψαν από το σχέδιο Καλλικράτης. Η γεωγραφική τοποθεσία του χωριού βρίσκεται στο απώτατο όριο της Βόρειας Αττικής όπου τελειώνει και ο Νομός και συνορεύει με το Νομό Βοιωτίας.
    Το πρώτο όνομα του χωριού είναι Αυλών και στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει ''στενό πέρασμα''. Ιστορικό τεκμήριο της ονομασίας Αυλών είναι η ανεύρεση (ή καλύτερα επανεύρεση)  το 1984, αρχαίας μαρμάρινης τραπεζοειδούς πλάκας (τραπεζοφόρου) στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου, επάνω στην οποία υπάρχει αναθηματική επιγραφή αφιερωμένη στον θεό Διόνυσο τον Αυλωνέα. To τραπεζοφόρο είναι o βωμός (τράπεζα) του ναού του Διονύσου που υπάρχει στην περιοχή αυτή. H εύρεση της πλάκας στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου ασφαλώς συμπίπτει με προφορικές μνήμες που διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας αρκετοί συγχωριανοί μας ότι το εκκλησάκι έχει χτιστεί πάνω ή κοντά σε αρχαίο Ναό. H προφορική παράδοση επίσης (δια στόματος όλων των παλαιών κατοίκων και πολλών σύγχρονων) έχει διασώσει την ύπαρξη αρχαίας τοποθεσίας κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που ονομάζεται Μυτιλήνη, ενώ αναφέρεται ως πραγματικό και ένα περιστατικό κατά το οποίο οι κάτοικοι της περιοχής αυτής κατά την αρχαιότητα, κινήθηκαν εχθρικά κατά της Αθήνας έχοντας βάλει στις οπλές των αλόγων τους τα πέταλα ανάποδα, με αποτέλεσμα ο ιχνηλάτης της πόλης των Αθηνών να βλέπει τους εχθρούς να φεύγουν ενώ αυτοί στη πραγματικότητα ήσαν  στην Αθήνα έτοιμοι να της επιτεθούν. H πλάκα είχε επισημανθεί στα μέσα του 19ου αιώνα αλλά και το 1905 επάνω στα ερείπια της παλιάς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και προφανώς μετά την αναδόμηση του Ναού με σύγχρονα υλικά παρέμεινε πίσω από το ιερό της εκκλησίας. Οπωσδήποτε κατά την χρήση της ως υλικό κατασκευής του παλαιού ναού θα είχε τοποθετηθεί στην Αγία Τράπεζα λόγω της μεγάλης επίπεδης επιφάνειάς της. H oνομασία Αυλών περιλαμβάνεται και σε χάρτη του Γερμανού γεωγράφου-χαρτογράφου  Ηeinrich Κiepert (1818-1899) μαζί με άλλα αρχαία ονόματα της περιοχής όπως Τανάγρα, Δήλιον, Ωρωπός, Σφενδάλη κλπ τα οποία χαρακτηρίζονται ως ''αρχαίοι Δήμοι''. 
    Σημαντική είναι η από 20-11-2006 επιστολή του καθηγητή Κλασσικής Αρχαιολογίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, κου Μιχαήλ Α. Τιβέριου, ο οποίος απαντώντας σε σχετικό γραπτό ερώτημα του μέλους του Συλλόγου μας κ. Ν.Π.Οικονομίδη σημειώνει τα παρακάτω: 

<...Την επιγραφή την βρήκε ένας δημοδιδάσκαλος τον 19ο αιώνα, (βλ. Νέα Πανδώρα 1865, αριθμ. 365, σελ.127. Για την επιγραφή J.Schmidt AM V,1880, 116 κε. και IG II 4745). Όλα τα ονόματα της επιγραφής είναι κοινά. Επειδή η επιγραφή είναι χαραγμένη πάνω σε μεγάλων διαστάσεων πλάκα (2,31 επί 1 επί 0,08 μ.) έχει μεγάλο βάρος και δεν μετακινείται εύκολα. Είναι επομένως λογικό να υποθέσουμε ότι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου πρέπει να αναζητηθεί το αρχαίο ιερό του Διονύσου Αυλωνέως, ο ιερέας του οποίου είχε θέση στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Η επιγραφή είναι χαραγμένη πάνω σε τράπεζα αρχαίου τραπεζοφόρου, που αφιέρωσε η Φιλωτέρα, η κόρη του Διοδότου από το δήμο της Κηφισσιάς, όταν ιερέας της λατρείας του Διονύσου Αυλωνέως ήταν ο Φιλήμων γιός του Ποπλίου από το Δήμο της Φυλής. Το ιερό του Διονύσου βρισκόταν προφανώς σ΄ένα μέρος που ονομάζεται Αυλών (=στενό πέρασμα). Επομένως στην αρχαιότητα κάποια περιοχή κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου θα πρέπει να ονομαζόταν Αυλών...>.



το θέατρο Διονύσου
o θρόνος του Ιερέως του Αυλωνέως Διονύσου 
στο Θέατρο Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη


     Η λατρεία του Διονύσου στον Αυλώνα, όπου υπήρχε και ναός αφιερωμένος με ιερέα του θεού, δικαιολογείται απόλυτα και από την μακρά ιστορική παράδοση του Αυλώνα, η οποία είναι κατ΄εξοχήν Βοιωτική (παρόλο που το χωριό ανήκει στον νομό Αττικής), είναι δε γνωστό ότι ο Διόνυσος λατρευόταν κατ΄εξοχήν στην Θήβα και στην Βοιωτία, από την οποία θεωρείται επίσης ότι κατάγεται. Το θέατρο μάλιστα του Ελευθερέως Διονύσου και του Ναού του θεού κάτω από την Ακρόπολη των Αθηνών, πήραν το όνομά τους από τις Ελευθερές Βοιωτίας (αρχαία πόλη στα όρια της Αττικής με την Βοιωτία) απ' όπου είχε εισαχθεί η λατρεία του θεού. Η μακρά και αδιάσπαστη Βοιωτική παράδοση αποδεικνύεται μέχρι και στα νεώτερα χρόνια από τα ήθη, τα έθιμα και φυσικά από την τοπική φορεσιά του Αυλώνα, η οποία είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα φορεσιάς των χωριών της  επαρχίας Θηβών, έχοντας μόνον με αυτές σχέση και μην έχοντας καμία σχέση με τις λεγόμενες φορεσιές ''Αττικής''. Η ξεκάθαρη Βοιωτική παράδοση είναι τόσο έντονη στην τοπική φορεσιά ώστε δεν δέχθηκε καμία επιρροή από φορεσιές της Αττικής αλλά αντίθετα επηρέασε πλησιόχωρα στον Αυλώνα χωριά της Αττικής, δανείζοντας τμήματά της τα νεώτερα χρόνια, ενώ η ίδια ακολούθησε την ανεξάρτητη εξελικτική της πορεία πάντοτε με γνώμονα την Βοιωτική παράδοση της επαρχίας Θήβών, την οποία εκπροσωπεί αδιαμφισβήτητα έχοντας την πρωτοκαθεδρία.


 γαμπριάτικη και νυφιάτικη φορεσιά-1900


  Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, η περιοχή του χωριού μετονομάστηκε σε Σάλεσι (κατά παραφθοράν απόδοση στα λατινικά της λέξης Αυλών που σημαίνει και πάλι στενό, δύσβατο πέρασμα), από την λατινική λέξη callis-is (αρσ. γένους λέξη που σημαίνει στενή οδός, πέρασμα, ατραπός). Η σωστή μάλιστα ονομασία είναι ''Σάλισι'', αφού και οι ντόπιοι στην τοπική διάλεκτο ονόμαζαν παλαιότερα το χωριό ορθά και αποκλειστικά, ως ''Σαλισάτι'' από το ''Σάλισι'' που φωνητικά παρεφθάρη και επικράτησε τελικά στην κοινή Ελληνική ως ''Σάλεσι'', ονομασία που βρίσκουμε στα έγγραφα των προγόνων μας. Ο Γεώργιος Τσεβάς (1866-1944) στο βιβλίο του ''Ιστορία των Θηβών'' (σελ.378), αναφερόμενος στον τόπο καταγωγής του, το χωριό Δερβενοσάλεσι των Δερβενοχωρίων, μας θησαυρίζει επίσης την λέξη ''Σαλισάτι'' όπως αναφέρει  ότι ονομαζόταν στην τοπική διάλεκτο το χωριό του, ενώ Δερβενοσάλεσι όπως γράφει, ονομαζόταν στην κοινή Ελληνική γλώσσα. Πράγματι το Δερβενοσάλεσι των Δερβενοχωρίων, το οποίο ονομάζεται σήμερα Πύλη, ευρίσκεται σε στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά και αποτελούσε την ''πύλη'' των Δερβενοχωρίων προς την πόλη της Θήβας, από την οποία ασφαλώς προήλθε η σημερινή αλληγορική μετονομασία του. Η αδυναμία μάλιστα εξήγησης της λέξης Σαλισάτι ή Σάλισι ή Σάλεσι τους παλαιότερους χρόνους, αφού η λέξη ήταν απολύτως άγνωστη τόσο στην τοπική διάλεκτο του Αυλώνα όσο και στην τοπική διάλεκτο του ομώνυμου χωριού Σαλισάτι (Πύλη) στα Δερβενοχώρια, οδήγησε στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η λέξη Σάλεσι προήλθε από κάποιον Τούρκο αξιωματούχο Σαλή (κατ΄επέκτασιν το Κακοσάλεσι από τον κακό Σαλή), την στιγμή που στον Αυλώνα (όπως και στα Δερβενοχώρια) ουδέποτε κατοίκησαν Τούρκοι, ούτε μαρτυρείται το όνομα τέτοιου Τούρκου στα έγγραφα της εποχής! Η αδυναμία εξήγησης της λέξης Σαλισάτι ή Σάλισι ή Σάλεσι στην τοπική διάλεκτο, αφού αυτή ήταν άγνωστη, αποδεικνύεται και στο βιβλίο του Δημήτρη Λιάκουρη ''Αυλώνας Αττικής-ανατρέχοντας στις ρίζες μας'', άριστου πλην άλλων γνώστη της τοπικής διαλέκτου, μέσα στο οποίο (σελίδες 24 και 25) γίνονται από τον συγγραφέα απλές υποθέσεις για την εξήγηση της παραπάνω ονομασίας, με παραπομπή σε πιθανούς, ατελείς και εν τέλει ατελέσφορους όρους και χωρίς βέβαια να μαρτυρείται από τον συγγραφέα (και όλους τους παλαιούς κατοίκους, ομιλητές της τοπικής διαλέκτου οι οποίοι είχαν ερωτηθεί επανειλλημένα), η ύπαρξη της λέξης στην τοπική διάλεκτο. Αναφορικά με την καταγωγή της λέξης από τον Τούρκο Σαλή, ο Δ. Λιάκουρης αντικρούει ορθά, το αυθαίρετο συμπέρασμα στο οποίο είχε οδηγηθεί ο Γεώργιος Τσεβάς, επίσης άριστος γνώστης της τοπικής διαλέκτου της Πύλης, ο οποίος ομοίως δεν εγνώριζε την σημασία της λέξης. Το γεγονός ότι η σημασία της λέξης Σαλισάτι, Σάλισι, Σάλεσι κλπ ήταν άγνωστη στους κατοίκους του χωριού, σημαίνει ότι την ονομασία την βρήκαν και δεν την δημιούργησαν, όπως άλλωστε βρήκαν την ονομασία Αυλών οι Φράγκοι, οι οποίοι την απέδωσαν στα λατινικά. Oύτε βέβαια μπορεί να ευσταθεί η σκέψη ότι οι κάτοικοι με το πέρασμα του χρόνου ξέχασαν μόνο την σημασία της ονομασίας του χωριού τους, την οποία μάλιστα θα είχαν δημιουργήσει, αφού ακόμη και σήμερα γνωρίζουν την σημασία όλων των τοπωνυμίων του χωριού, με τα οποία ονοματοδότησαν περιοχές του.
   Η στάση και η τακτική των Φράγκων κατά την μακραίωνη περίοδο της Φραγκοκρατίας, απέναντι στους ορθόδοξους Έλληνες είναι γνωστή, με στόχο τον αφελληνισμό και εκλατινισμό τους ακόμη και με τη βία ενώ ιδιαίτερα σκληρή ήταν η στάση των Καταλανών οι οποίοι υπεχρέωναν τους κατοίκους της Αττικής να συντάσσουν ακόμη και τις επιστολές τους μόνο στα λατινικά απαγορεύοντας εντελώς την Ελληνική γλώσσα ακόμη και με ποινή θανάτου! Η τοπική διάλεκτος για όλα αυτά τα δεινά, έχει διασώσει την λέξη "σταβρωμένε'' που σημαίνει τον πολύ κακό άνθρωπο και με την οποία παλαιότερα οι κάτοικοι προσφωνούσαν υποτιμητικά όποιον θεωρούσαν κακού και μοχθηρού χαρακτήρα. Η λέξη δεν είναι άλλη από την λέξη εσταυρωμένος, από τον σταυρό που έφεραν στο στήθος οι σταυροφόροι Φράγκοι που είχαν καταλάβει την Αττικοβοιωτία, από τους οποίους οι κάτοικοι της περιοχής και φυσικά του Αυλώνα υπέφεραν τα πάνδεινα και στων οποίων την μνήμη έμεινε αυτή η προσφώνηση που καταδεικνύει τον πολύ κακό άνθρωπο. Η ίδια επίσης λέξη μας δίνει την ιστορική πληροφορία ότι ο Αυλώνας τον καιρό της Φραγκοκρατίας δεχόταν την καταπίεση των Φράγκων, την oποία διατήρησε στη μνήμη του, δεν είχε ερημωθεί και κατοικούνταν κάτι άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από τα εξωκκλήσια της περιόδου αυτής.
     Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το χωριό ονομαζόταν σπανιότερα και Κακοσάλεσι, ονομασία η οποία οφείλεται στην περιοχή η οποία υπήρξε ''κακό'' στενό πέρασμα για τους Τούρκους, αφού το χωριό αποτελούσε προπύργιο, δίοδος και πύλη εισόδου προς τα σχεδόν μόνιμα επαναστατημένα Δερβενοχώρια, οι κάτοικοι του χωριού φρουροί του περάσματος, ενώ παράλληλα ο Αυλώνας θεωρούνταν παλιότερα ως ένα από τα χωριά που αποτελούσαν τα Δερβενοχώρια και μάλιστα προκεχωρημένο φυλάκιο αυτών. Δερβενοχώρι επίσης εθεωρείτο και η Φυλή (Χασιά), με την οποία επίσης ο Αυλώνας διατηρεί ανέκαθεν πολύ καλές γειτονικές σχέσεις. Οι άρρηκτες σχέσεις των παραπάνω χωριών, μαρτυρούνται ήδη από τα αρχαία χρόνια, αφού και η αρχαία πλάκα στην οποία αναφέρεται το όνομα του χωριού, γράφει ότι ιερέας του ναού του Διονύσου στον Αυλώνα κατά την εποχή της αφιέρωσης της πλάκας, ήταν ο Φιλήμων από την Φυλή (Χασιά), ενώ στα νεώτερα χρόνια τούτο επιβεβαιώνεται από την συμμετοχή τους στο πανηγύρι της αρχαίας εκκλησίας (12ου μ.χ. αιώνος) της Αγίας Μαρίνας στο Βούντημα στις 17 Ιουλίου, στο οποίο συμπανηγυρίζουν Αυλωνίτες, Χασιώτες και υπόλοιποι Δερβενοχωρίτες. Οι Τούρκοι ουδέποτε κατοίκησαν ή κατέλαβαν την περιοχή, όπως και τα Δερβενοχώρια, ενώ όσες φορές, κυρίως στα χρόνια της Επανάστασης, επιχείρησαν εφόδους στο χωριό, νικήθηκαν κατά κράτος και απωθήθηκαν είτε στον Ωρωπό στον οποίο διατηρούσαν μόνιμες εγκαταστάσεις, αποθήκες ανεφοδιασμού και φρουρά είτε στην Χαλκίδα.
    Mετά το 1700 οπότε και τα επαναστατικά κινήματα και συγκρούσεις στην Ελλάδα άρχισαν να πληθαίνουν με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας από τους Τούρκους, οι Σαλισαίοι που έως τότε είχαν ιδρύσει οικισμούς και διέμεναν σε διάφορες τοποθεσίες του Αυλώνα από το Βούντημα ως το Κούτσι και από το Βλιάσσι έως το Παλιοκατούντι (ο μεγαλύτερος οικισμός από όλους) συμπτύχθηκαν όλοι στη θέση που βρίσκεται το σημερινό χωριό. Το σημερινό χωριό την εποχή αυτή δεν ήταν ακατοίκητο αλλά κατοικούνταν, όπως αποδεικνύεται και από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (παλιός Καθεδρικός Ναός του Αυλώνα) η οποία έχει κτισθεί πριν το 1700 και η οποία από το μεγάλο μέγεθός της υποδηλώνει την παρουσία σημαντικού αριθμού κατοίκων στη θέση του σημερινού χωριού. Aπό την διάταξη των εικόνων στο ναό και ορισμένα δείγματα παλαιότερης αγιογράφησης από την σήμερα υφιστάμενη, προκύπτει ότι η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου πριν την σύμπτυξη του χωριού στη σημερινή του θέση, ήταν αφιερωμένη σε άλλον Άγιο και μετά την συγκέντρωση των κατοίκων στο σημερινό χωριό, η εκκλησία αφιερώθηκε στον Άγιο Δημήτριο, ο οποίος ήταν πολιούχος στον πολυπληθέστερο οικισμό του χωριού που βρισκόταν στη θέση Παλιοκατούντι.


Δείγμα της παλαιότερης αγιογράφησης του Ναού του Αγίου Δημητρίου που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη στο Ιερό της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους η παλαιότερη αγιογράφηση παραπέμπει αγιογραφικά στη σχολή του Μανουήλ Πανσέληνου.


Σε όλους τους παραπάνω οικισμούς υπάρχουν αρχαιολογικά, μεσαιωνικά, βυζαντινά και νεώτερα μνημεία που αποδεικνύουν την διαρκή κατοίκηση της περιοχής του Αυλώνα από την αρχαιότητα έως σήμερα. Παρατηρείται επίσης ότι όλοι αυτοί οι οικισμοί και πολίσματα είχαν αναπτυχθεί στις εσχατιές και περάσματα των σημερινών διοικητικών ορίων του κτήματος του Αυλώνα γεγονός που σημαίνει ότι αφενός φρουρούσαν τα όρια αφετέρου ότι τα σημερινά διοικητικά όρια του Αυλώνα παραμένουν αναλλοίωτα εδώ και αιώνες. ΄Αλλωστε μιά τόσο μεγάλη και πλούσια εδαφικά έκταση όπως αυτή του Αυλώνα είναι φυσικό να μην ερημώθηκε ποτέ αφού ανέκαθεν παρείχε πλήρη δυνατότητα ασφαλούς διαβίωσης στους κατοίκους της.  H θέση του σημερινού χωριού επιλέχθηκε διότι ήταν φυσικό οχυρό, παρείχε μεγάλη ασφάλεια αφού βρισκόταν στους πρόποδες του δασοσκέπαστου βουνού της Αρμενιάς, είχε άμεση πρόσβαση προς τα Δερβενοχώρια, την είσοδο προς τα οποία φρουρούσαν οι Αυλωνίτες και άπλετη θέα προς τον κάμπο από τον οποίο θα μπορούσαν να δεχθούν εχθρική εισβολή ενώ παράλληλα τα νώτα τους καλύπτονταν με ασφάλεια από τους Δερβενοχωρίτες των Σκούρτων που είναι και το πλησιέστερο στον Αυλώνα Δερβενοχώρι. 
    Η προφορική και γραπτή ιστορική παράδοση μας έχει διασώσει δύο γεγονότα της εποχής. Το ένα αφορά, πριν την επανάσταση του ΄21 στην περίοδο των Ορλωφικών, την σφαγή 40 ή κατ΄άλλους 70 Αυλωνιτών σε αυλή σπιτιού στον Ωρωπό στο οποίο είχε καταλύσει Τούρκος στρατιωτικός διοικητής. Επειδή οι Αυλωνίτες ήσαν σχεδόν μόνιμα επαναστατημένοι, πάντοτε εριστικοί και εχθρικοί με τους Τούρκους, και δεν τους άφηναν ούτε να πλησιάσουν τα περάσματα προς το χωριό, κάνοντας συνεχείς επιθέσεις σε όποιον Τούρκο, εχθρό ή ακόμη και φίλο των Τούρκων τολμούσε να πλησιάσει την περιοχή (τέτοιους μάλιστα θεωρούσαν ακόμη και τους Ευρωπαίους περιηγητές που ταξίδευαν με Τούρκικη ένοπλη συνοδεία), ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής με κάποιο τέχνασμα κάλεσε τους παραπάνω ''ενοχλητικούς'' συντοπίτες μας στο σπίτι του Ωρωπού όπου διέμενε. Μόλις όμως τους μάζεψε στην αυλή του σπιτιού που είχε μανδρότοιχο υψηλό, 3 μ. περίπου, διέταξε και τους έκοψαν τα κεφάλια. Η αυλή του Ρωπαϊτικου σπιτιού πλημμύρισε από το αίμα των σφαγιασθέντων παλλικαριών από το Σάλεσι. Μόνο ένας, από την οικογένεια Φίστη (σύμφωνα με πληροφοριες του Ταξιάρχη Χασιώτη), κατόρθωσε να διαφύγει και να φέρει το φριχτό μαντάτο στον Αυλώνα, βυθίζοντας το χωριό στο πένθος.Το παραπάνω περιστατικό έχει περάσει πλέον στον μύθο, αφού μεταφέρθηκε προφορικά από γενιά σε γενιά σε διάφορες εκδοχές του, με επικρατέστερη όμως αυτή που αναγράφεται εδώ.
    Το άλλο ιστορικό γεγονός είναι η μάχη, γνωστή πλέον σαν μάχη του Κακοσάλεσι, που δόθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1825 στο χωριό, όταν 100 Τούρκοι ιππείς και 200-300 πεζοί από την Χαλκίδα, επιτέθηκαν κατά των γυναικόπαιδων του χωριού, που το υπερασπίζονταν μόνο 7 άντρες, αφού οι υπόλοιποι έλειπαν σε πολεμικές επιχειρήσεις στις γύρω περιοχές, με σκοπό να καταλάβουν το χωριό. Ακολούθησε πολύωρη μάχη κατά την οποία οι γυναίκες αντιστάθηκαν, πολεμώντας σαν Σουλιώτισσες, με πέτρες και ξύλα από τα παράθυρα και τις στέγες των σπιτιών. Τους πυροβολισμούς άκουσε κατεβαίνοντας από τα Σκούρτα, ο οπλαρχηγός  Αθανάσιος Σκουρτανιώτης, που αμέσως έτρεξε με 50 παλληκάρια του, πυροβολώντας τους εχθρούς απο το ύψος του βουνού της Αρμενιάς και αναγκάζοντάς τους να φύγουν. Η καταδίωξη των Τούρκων συνεχίστηκε μέχρι την κοιλάδα του Ασωπού ποταμού. Εκεί άρχισε νέα μάχη στα έλη του ποταμού, κατά την οποία όλοι οι Τούρκοι βρήκαν οικτρό θάνατο από τους χωριανούς. Το περιστατικό έχει καταγραφεί σε χειρόγραφο που βρισκόταν στα αρχεία Βλαχογιάννη και πλέον φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Α'  Φ 192).

Tο άγαλμα του οπλαρχηγού Αθ. Σκουρτανιώτη στην πλατεία στα Σκούρτα. Ένα μόλις μήνα μετά την νικηφόρα μάχη στο Κακοσάλεσι, ο οπλαρχηγός με 70 συντρόφους του, βρήκαν τραγικό θάνατο στην εκκλησία της Αγιασωτήρας στο Μαυρομάτι Θηβών

    Η συμμετοχή των Αυλωνιτών στους εθνικούς αγώνες ήταν πάνδημη, επίσης καταγεγραμμένη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Κατά την επανάσταση του 1821 στο σώμα του Σκουρτανιώτη, όπως προκύπτει από τα αρχεία του, υπηρέτησαν 50 Aυλωνίτες και άλλοι 20, δηλαδή σε σύνολο 70, έχουν ευρεθεί σε άλλα αρχεία, έχοντας λάβει και τιμητικές διακρίσεις για την προσφορά τους στον αγώνα. Tα στοιχεία αυτά συγκέντρωσε ο αείμνηστος Αυλωνίτης Δημήτρης Λιάκουρης και τα δημοσιοποίησε στο 9ο Συμπόσιο Ιστορίας και Λαογραφίας της Αττικής που έγινε στον Αυλώνα το 2002. Mεταξύ των αγωνιστών έχουν βρεθεί τρεις Σαλεσιώτες οι οποίοι αναφέρονται ως οι επικεφαλής των αγωνιστών του Αυλώνα και είναι οι παρακάτω:

-Σταμάτης Μπουγέσης, ο οποίος στα αρχεία του Κράτους αναφέρεται ως οπλαρχηγός-καπετάν Σταμάτης
-Γεώργιος Μπερτόλης, ο οποίος στα αρχεία του Κράτους αναφέρεται σαν μπουλουκτσής, δηλαδή αρχηγός ομάδας 25 ή και περισσότερων αγωνιστών
-Σταύρος Κων. Λιάτης, ο οποίος στα αρχεία του Κράτους αναφέρεται ως εικοσιπένταρχος.

Οι μέχρι τώρα ευρεθέντες Αυλωνίτες αγωνιστές αναφέρονται στην παρακάτω ανάρτηση:

       http://tosalesi.blogspot.com/2011/03/1821.html    



Το λάβαρο με τα ονόματα των Αυλωνιτών αγωνιστών και πεσόντων της Επανάστασης 1821 πoυ αναρτήθηκε στο Ηρώο της πλατείας Ζυγομαλά για πρώτη φορά στις 25 Μαρτίου 2013 με πρωτοβουλία του Αντιδήμαρχου Ανδρέα Λέκκα. Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από τη μελέτη του αείμνηστου Δημήτρη Λιάκουρη ύστερα από έρευνά του στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

      Στους μετέπειτα εθνικούς αγώνες, δεκάδες Αυλωνίτες πολέμησαν και θυσιάστηκαν υπέρ πατρίδος, όπως πιστοποιείται από την ιστορική παράδοση των οικογενειών αλλά και από το πλήθος των ονομάτων που  είναι χαραγμένα στο μαρμάρινο Ηρώον πεσόντων, στην κεντρική πλατεία (Ζυγομαλά) του χωριού. Όλοι αυτοί οι αγωνιστές και ήρωες σύμφωνα με τις διηγήσεις των παλαιότερων Αυλωνιτών ουδέποτε υπερηφανεύθηκαν ή έγιναν αλαζόνες για την προσφορά τους στην πατρίδα, θεωρώντας τις πράξεις και τους αγώνες τους καθήκον και όχι δικαίωμα από το οποίο θα μπορούσαν να κερδίσουν το παραμικρό. Απόδειξη γι αυτό είναι ότι όταν το κτήμα του Αυλώνα μετά από αδιάκοπους αγώνες πέρασε στην ιδιοκτησία των κατοίκων, οι οικογένειες των παραπάνω αγωνιστών δεν ζήτησαν περισσότερο κλήρο από τους υπόλοιπους συγχωριανούς τους παρά όλοι μοιράστηκαν ίσα και δίκαια το κτήμα.
    Eκτός από τους εθνικούς αγώνες, το Σάλεσι διακρίθηκε και για τους κοινωνικούς του αγώνες στους οποίους πρωτοστάτησε μετά την απελευθέρωση του 1821, αφού το κτήμα πουλήθηκε από τους Τούρκους στους Lapiere και Μαρκόπουλο, οι οποίοι στη συνέχεια το πούλησαν στον μεγαλοτραπεζίτη της εποχής Ανδρέα Συγγρό κι έτσι οι Αυλωνίτες ενώ δεν είχαν αφέντη επί Τουρκοκρατίας, βρέθηκαν μετά την απελευθέρωση, κολλίγοι του τόπου που απελευθέρωσαν με ποταμούς αίματος! Μακραίωνη προφορική παράδοση που έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας, μεταφέρει μέσα από τις διηγήσεις, την διαβεβαίωση των προγόνων μας ότι το κτήμα αυτό ήταν ανέκαθεν δική τους ιδιοκτησία, γεγονός που σημαίνει και την μακραίωνη παρουσία τους στο χωριό και την ανεξαρτησία τους από δυνάστες. Πράγματι όταν οι Λαπιέρ και Μαρκόπουλος αγόρασαν το κτήμα από Οθωμανούς δήθεν δικαιούχους, το Ελληνικό Δημόσιο δεν αναγνώρισε την μεταβίβαση επειδή οι Οθωμανοί πωλητές δεν είχαν τίτλους κυριότητας για το κτήμα του Αυλώνα. Αργότερα όμως το Δημόσιο συμβιβάστηκε με τους αγοραστές Λαπιέρ και Μαρκόπουλο επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για να αποζημιωθούν οι αγοραστές του κτήματος και έτσι έγινε δεκτή η παράνομη μεταβίβαση και στη συνέχεια η κυριότητα των αγοραστών στο κτήμα του Αυλώνα, το οποίο στη συνέχεια μεταβιβάστηκε παραπέρα στον Συγγρό! Η ιστορική όμως μνήμη και παράδοση των κατοίκων, ο ασφαλέστερος οδηγός κάθε κοινωνίας ιδίως κατά τους χρόνους αυτούς, δεν ανέχθηκε την κυριότητα του κτήματος ούτε από τον Συγγρό, αφού το κτήμα ήταν ανέκαθεν ιδιοκτησία των Αυλωνιτών οι οποίοι θεωρούσαν πολύ σωστά άκυρη κάθε μεταβίβασή του πέραν των φυσικών δικαιούχων του.
Στους αγώνες των κατοίκων εναντίον του Συγγρού που ακολούθησαν, για να ξαναγίνουν οι Αυλωνίτες ιδιοκτήτες του αυτονόητου, του δικού τους κτήματος, στάθηκε αρωγός και άγρυπνος φρουρός ο Αντώνιος Ζυγομαλάς και η οικογένειά του, ο οποίος μάλιστα δεν δίστασε να υποθηκεύσει οικογενειακή ακίνητη περιουσία του για να αποπληρωθεί οφειλόμενη δόση του κτήματος προς τον Συγγρό για λογαριασμό των κατοίκων! Η παρουσία των Ζυγομαλάδων στον Αυλώνα χρονολογείται από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα δηλαδή πολύ πριν την οριστική εγκατάσταση της Λουκίας Ζυγομαλά το 1937. Ο Ιωάννης Ζυγομαλάς (1842-1876), αδελφός του Αντωνίου Ζυγομαλά και θείος του Ανδρέα Ζυγομαλά, αγωνιστής της Κρητικής Επανάστασης κατά την οποία είχε πληγωθεί στο στήθος (μάχη Κουτσουναριών 22 Μαρτίου 1867), από σφαίρα που έμεινε στους πνεύμονές του, ερχόταν και παραθέριζε τα καλοκαίρια στον Αυλώνα με το θαυμάσιο κλίμα, μετά από σύσταση των γιατρών του. Εκεί γνώρισε και εκτίμησε τον τόπο μας και τους Αυλωνίτες και τους σύστησε στον αδελφό του Αντώνιο και την οικογένειά του.  Οι σχέσεις έκτοτε της οικογένειας Ζυγομαλά με τον Αυλώνα έγιναν άρρηκτες. Οι πρόγονοί μας θυμούνταν τον νεαρό Ανδρέα Ζυγομαλά το 1910 περίπου, να χορεύει στην πλατεία του χωριού, στον δημόσιο χορό, το Ντιβάνι όπως το έλεγαν, όλες τις κοπέλλες του χωριού μία-μία για ώρες ολόκληρες ωσάν να ήταν ντόπιος κάτοικος κι αυτός και τους γονείς του παρόντες να θαυμάζουν τον λαμπρό χορό και τις περίφημες παραδοσιακές φορεσιές του Αυλώνα. Η τεράστια αγάπη των Ζυγομαλάδων προς τον Αυλώνα, την ιστορία και την παράδοσή του, εκφράστηκε συνεχώς με πλήθος ευεργεσιών και έργων προς τους κατοίκους, τα οποία κοσμούν σήμερα με την μεγαλοπρέπειά τους την πόλη του Αυλώνα. Μεταξύ αυτών το σπουδαιότατο Μουσείο Ζυγομαλά και η εκκλησία των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέου που έκτισε η Λουκία Ζυγομαλά στη μνήμη των συζύγου και γιού της και αποπερατώθηκε το 1938. Το 1936 όλοι οι κάτοικου του Αυλώνα της ζήτησαν να φέρει στην κρύπτη κάτω από το Ιερό Βήμα του Ναού, τα λείψανα του συζύγου της Αντωνίου και του μοναχογιού της Ανδρέα, όπως και έγινε, ενώ το 1947 όταν απεβίωσε και η Λουκία Ζυγομαλά ετάφη στην κρύπτη δίπλα στους αγαπημένους τους, αφήνοντας στους Αυλωνίτες στο διηνεκές την τιμή να φιλοξενούν τα τιμημένα λείψανα μιάς λαμπρής οικογένειας, παραδείγματος προς μίμηση σε όλους τους Αυλωνίτες και σε όλους τους Έλληνες.
'Οσον αφορά το κτήμα, αυτό στο τέλος πέρασε στην ιδιοκτησία των νόμιμων και προαιώνιων δικαιούχων του, των κατοίκων του Αυλώνα, μετά από την τμηματική εξαγορά του (από το 1884 έως το 1929), μετά από αμέτρητους δικαστικούς αγώνες εναντίον του Ανδρέα Συγγρού αλλά και συγκρούσεις σώμα με σώμα με τους φύλακες του κτήματος και των αποθηκών του που είχε φέρει ο Συγγρός απο την Αθήνα. Στις αποθήκες αυτές οι κάτοικοι αναγκάζονταν από τον Συγγρό να παραδίδουν την σοδειά τους, τα βελανίδια, τα οποία αποτελούσαν την κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή του Αυλώνα αφού χρησίμευσαν στην βυρσοδεψία και τις ζωοτροφές. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα παλαιότερα χρόνια σχεδόν όλες οι εκτάσεις του Αυλώνα καλύπτονταν από μεγάλα και πυκνά δάση είτε πεύκων (από τα οποία συλλεγόταν ρετσίνι αρίστης ποιότητας) που άρχιζαν από το Βούντημα και κατέβαιναν μέχρι πολύ πιό κάτω από τον σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό, είτε βελανιδιών που κάλυπταν την υπόλοιπη έκτασή του. Η εκτίμηση των Αυλωνιτών στον καρπό της βελανιδιάς ήταν τόσο μεγάλη αφού με αυτόν κέρδιζαν τα προς το ζην, ώστε αποτέλεσε το πρώτο έμβλημα της Κοινότητας του Αυλώνα, η οποία συστάθηκε για πρώτη φορά ως αυτοτελής, το 1912 (ΦΕΚ 262/1912 τ.Α΄).


Ανάμεσα στις διαμάχες με τον Συγγρό ξεχωρίζει μία που έγινε το 1899, όταν δώδεκα γυναίκες από τον Αυλώνα, σε συνεννόηση με τους άντρες του χωριού, επιτέθηκαν και ξυλοκόπησαν τον φύλακα των αποθηκών του Συγγρού. Οι γυναίκες στη συνέχεια συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν σε 40 μέρες φυλακή η κάθε μία και κλείσθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί η ιδιαίτερη προσφορά των γυναικών του Αυλώνα, οι οποίες ήσαν ανέκαθεν δυναμικές, μαχητικές και δραστήριες, αποδεικνύοντας με έργα την ισάξια συμμετοχή τους σε όλους τους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες του χωριού, εφάμιλλη με αυτή των ανδρών.

Οι 12 Αυλωνίτισσες που φυλακίσθηκαν είναι οι παρακάτω:
1. Ειρήνη συζ. Κων/νου Δάκου, το γένος Αθ. Κουρτέση
2. Ασημίνα συζ. Εμμ. Δάβρη, το γένος Γ. Κολιμάτση
3. Αικατερίνη συζ. Ν. Κοροβέση
4. Σωτηρία συζ. Ν.Λιάκουρη, το γένος Σπ. Γιώργα
5. Αικατερίνη συζ. Γεωργ. Μιχ. Σαμπάνη
6. Ελένη συζ. Ηλία Παπαθεοδώρου, το γένος Π.Δάκου
7. Αγγελική, κόρη του Γ.Στουραϊτη
8. Βασιλική συζ. Αθαν.Φωτ.Λέκκα, το γένος Δ.Σύρμα
9. Παναγιώτα συζ. Ευαγ. Χασιώτη, το γένος Αθ.Λιόση
10.Σωτηρία συζ. Δημ.Κυριακού, το γένος Φωτ. Λέκκα
11. Ασπασία συζ. Γ.Σαμπάνη, το γένος Αθ.Λιάκουρη
12.Αναστασία συζ. Β.Χριστοφόρου   

Σύμφωνα με τον Ταξιάρχη Χασιώτη υπήρχε και άλλη μία γυναίκα η Ασπασία, σύζυγος Γεωργίου Γκίκα, το γένος Γεωργίου Στουραϊτη.

Για το περιστατικό αυτό ο σεβάσμιος δημοδιδάσκαλος και επί χρόνια Διευθυντής του Μουσείου Ζυγομαλά κος Χρήστος Τσάδαρης αναφέρθηκε το 1996 με αυτά τα λίγα και μεστά λόγια που έχουν μείνει χαραγμένα στις ψυχές των σύγχρονων Αυλωνιτών:

''Και δώσαν τότε εντολή οι άντρες στις γυναίκες, που ήταν στη φυλακή, να μη δεχτούν ούτε νερό, ούτε ψωμί να πάρουν από εκεί μέσα, γιατί αυτά τα φέρναν απ' την Αθήνα. Την άλλη μέρα, φορτώσαν καραβιές με νερό και ψωμί απ' τον Αυλώνα για να 'χουν να τρώνε και να πίνουν οι φυλακισμένες.
Σ' αυτά τα χρόνια πέρασαν πολλοί από το Σάλεσι. Από τον Μεχμέτ Ναουμάν Μαχίρ, στον Λαπιέρ κι ύστερα στον Συγγρό. Δεν προσκυνήσαμε ποτέ. Αυτή η γη, αυτοί οι ανθρώποι έδωσαν πολλά για την πατρίδα. Ομως τη λέξη "αφέντη" δεν την είπαν ποτέ!".

 Η λατινική ονομασία Σάλεσι ή σπανιότερα Κακοσάλεσι, διατηρήθηκε μέχρι το 1927 οπότε και η κωμόπολη ανέκτησε το αρχαίο της όνομα Αυλών-ας, ονομασία η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ΄αριθμ. 179/20-8-1927 ΦΕΚ. Στις αρχές του 20ου αιώνα εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Αυλώνα, στο συνοικισμό ''Βλάχικα'' σημαντικός αριθμός από Σαρακατσάνους της Αττικής, οι οποίοι στα προηγούμενα χρόνια ξεχειμώνιαζαν στο χωριό ενώ τα καλοκαίρια ανέβαιναν στην Πάρνηθα  βόσκοντας τα πολυπληθή κοπάδια τους. Η οικογένεια Ζυγομαλά προέτρεψε στα τέλη του 19ου αιώνα πολλές οικογένειες τσελιγκάδων να εγκατασταθούν μόνιμα στον Αυλώνα. Οι Σαρακατσάνοι του Αυλώνα διατήρησαν και διατηρούν μέχρι σήμερα τα ήθη και έθιμά τους καθώς και την θαυμάσια παραδοσιακή φορεσιά τους η οποία είναι από τις ωραιότερες Σαρακατσάνικες φορεσιές της χώρας.

    Η φύση του Αυλώνα και το κλίμα του είναι θαυμάσια λόγω της ημιορεινής θέσης του χωριού και των πολλών υδάτων, με ήπιους χειμώνες και ξηρό καλοκαίρι, κατάλληλο για παραθερισμό ιδίως στα παλιότερα χρόνια, όπου στο χωριό κατέλυαν παραθεριστές από την Αθήνα, μένοντας σε νοικιασμένα σπίτια ντόπιων κατοίκων. Η φιλοξενία των ξένων και επισκεπτών γινόταν συνήθως στον επάνω όροφο (όταν υπήρχε) διώροφων σπιτιών (ονομαζόταν ''πυργάκι'' στην τοπική διάλεκτο), ο οποίος σπάνια και σε πολύ ειδικές περιπτώσεις χρησιμοποιείτο από τα μέλη της οικογένειας αφού σύμφωνα με παλαιό τοπικό έθιμο, η κύρια κατοικία της οικογένειας ήταν εγκατεστημένη στο ισόγειο.

(Παλαιό διώροφο ''πυργάκι'' του Αγγελή Σύρμα)

 Το ξηρό αυτό κλίμα σε συνδυασμό με τα απέραντα δάση του χωριού και τα άφθονα νερά, προπολεμικά αλλά και μεταπολεμικά επιδρούσε θετικά και στην ίαση παθήσεων των πνευμόνων, με αποτέλεσμα πολλοί ασθενείς από την Αθήνα να διαμένουν τα καλοκαίρια στο χωριό. Επειδή μάλιστα από τα παλιά χρόνια η συγκοινωνία μέσω του σιδηρόδρομου το καθιστούσε εύκολο προορισμό σε όποιον ξένο ήθελε να το επισκεφθεί, γι αυτό και πολλοί Αθηναίοι, επώνυμοι και μη, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Ιωάννης Ζυγομαλάς κ.α., ήσαν τακτικοί επισκέπτες του εκτιμώντας την ομορφιά του τοπίου. Μάλιστα στο ημερολόγιό του το 1904 ο Παύλος Μελάς αναφέρει τον Αυλώνα και γράφει: ''...Το Μικάκη μου (σ.σ.ο γιός του) θα διασκεδάζη σήμερον εις Σάλεσι με τους θειούς του. Εγώ αυτήν την ώραν αναχωρώ διά Λάρισσαν. Κάθε απομάκρυνσίς μου προς Βορράν των Αθηνών μού κοστίζει ακόμη πολύ...''   
   Ο Αυλώνας σήμερα καταλαμβάνει έκταση 150.000  στρεμμάτων περίπου και είναι εδαφικά η μεγαλύτερη κωμόπολη, διοικητικά Δημοτική Κοινότητα, από αυτές που αποτελούν το νέο Δήμο Ωρωπού. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Λιάκουρη ο Αυλώνας με τις τόσες φυσικές ομορφιές και την πλούσια ιστορία και παράδοσή του, θα μπορούσε να αποτελέσει το Μέτσοβο της Αττικής.

Το εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας στο Βούντημα. κτίσμα του 12ου αιώνα
και ο χάρτης της ορεινής διαδρομής που οδηγεί στα εξωκκλήσια της Αγίας Μαρίνας
 και του Αγίου Νικολάου Νεομάρτυρα εξ Ιωαννίνων





Το εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου Νεομάρτυρα εξ Ιωαννίνων στο Βούντημα, κτίσμα 
του 19ου αιώνα και η μοναδική στην Ελλάδα εικόνα του Αγίου, έργο του 1891



Το μαρμάρινο Ηρώον στην πλατεία Ζυγομαλά






Δεν υπάρχουν σχόλια: