Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Η ''ΤΡΑΝΗ'' ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΗΤΤΑΚΗ



Σπάνια ανέκδοτη φωτογραφία της Γεωργίας Μηττάκη στον Αυλώνα,
 σε νεαρή ηλικία, προσφορά του κου Φίλιππου Γ.Σιδέρη



 


Το σπίτι που γεννήθηκε, μεγάλωσε και άφησε την τελευταία της πνοή η Γεωργία Μηττάκη στον Αυλώνα, σώζεται ακόμη και σήμερα.

 Η Γεωργία Μηττάκη γεννήθηκε το 1911 στον Αυλώνα Αττικής, στη περιοχή Λιεμούσι. Ήταν κόρη του Ευάγγελου Κουρουμπέτση και της Όλγας Φίστη. Τους πρώτους σκοπούς, τους τραγούδησε μικρό κορίτσι στις πλαγιές της Βένιζας και του Άι-Γιώργη, όπου εργαζόταν σαν όλα τα παιδιά της εποχής, για να βοηθήσει την οικογένειά της. Mεγάλη επιρροή  άσκησε επάνω της ο Γεώργιος Σαμπάνης (Λεμπέσης) ένας καλλιεργημένος άνθρωπος της εποχής, απόφοιτος του Σχολαρχείου και καλλίφωνος ψάλτης στο Ναό του Αγίου Δημητρίου που της δίδαξε και βασικά πράγματα πάνω στο δημοτικό τραγούδι και την βυζαντινή μουσική, τον οποίο η Μηττάκη, θυμόταν και τιμούσε πάντοτε όταν επέστρεφε στον Αυλώνα.
 Το 1929 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στη συνοικία Ψυρρή, το 1934 παντρεύεται τον Γεώργιο Μηττάκη, από την Κρήτη, παίρνει το επίθετό του και αρχίζει την λαμπρή καριέρα της σαν τραγουδίστρια που κράτησε για 30 ολόκληρα χρόνια. Σαν χαρακτήρας ήταν ανοιχτόκαρδη, εύθυμος άνθρωπος που της άρεσε η διασκέδαση, η καλή παρέα, ισχυρά δεμένη με την οικογένεια και τους συγγενείς της, δυναμική και πεισματάρα, παίρνοντας τη ζωή της στα χέρια της, προσόν σπάνιο για γυναίκα της εποχής της. 
 Tραγούδησε και μεσουράνησε για παρά πολλά χρόνια σε κέντρα παραδοσιακής μουσικής στην Αθήνα και κυρίως στο ιστορικό πλέον κέντρο παραδοσιακής μουσικής ''Ο ΕΛΑΤΟΣ'' που βρίσκεται στην Αθήνα, πλατεία Λαυρίου, κάτω απο την Ομόνοια, πλαισιωμένη από πλειάδα διάσημων τραγουδιστών και οργανοπαικτών όπως ο Νίκος Καρακώστας, ο Κώστας Γιαούζος, ο Ανεστόπουλος, ο Γιάννης Κούπας κ.ά. 
 O ιδιοκτήτης του ΕΛΑΤΟΥ, κος Κώστας Κούρτης, το 1994, σε συνέντευξή του στο περιοδικό ''πάλκο'' και σε ερώτηση του δημοσιογράφου του περιοδικού, ''ποιούς καλλιτέχνες από αυτούς που τραγούδησαν στο παραπάνω μαγαζί συμπαθούσατε περισσότερο'' ανέφερε:''Iδιαίτερα συμπαθούσα την Γεωργία Μηττάκη, που την θεωρώ τη μεγαλύτερη τραγουδίστρια του είδους. Ήταν μεγάλη καλλιτέχνης και υπέροχος άνθρωπος''. Η Γεωργία τραγούδησε κυρίως δημοτικά τραγούδια αλλά έκανε ένα ''πέρασμα'' κι από Σμυρναίϊκα και Ρεμπέτικα τραγούδια των συνθετών Σπύρου Περιστέρη, Στέλιου Παντελίδη, Κώστα Σκαρβέλη, Παναγιώτη Τούντα και άλλων συνθετών της δεκαετίας του 1930.  Χαρακτηριστικό είναι ότι τραγούδησε το πρώτο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Σ’ ένα τεκέ μπουκάρανε». Στο τραγούδι αυτό ο Τσιτσάνης αφιερώνει στην Γεωργία Μηττάκη ένα στίχο, που η ίδια τραγουδάει: ''...και η Γεωργία η τρανή με κέφι και μεράκι, σαμπαχαδάκι έλεγε με φίνο μπουζουκάκι...'' ενώ παρακάτω στο ίδιο τραγούδι, ο Τσιτσάνης της φωνάζει: ''γειά σου Γεωργία μερακλού!!''. Το τραγούδι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των τεράστιων δυνατοτήτων της φωνής της Μηττάκη, το μπρος-πίσω της φωνής της, σα να την στέλνει πίσω, μέσα στο λαρύγγι και αμέσως να την ξαναφέρνει μπροστά. Το είδος τραγουδιού στο οποίο διακρίθηκε ήταν το δημοτικό της Στερεάς Ελλάδας, το οποίο και λάτρευε αφού ήταν συνδεδεμένο με τον Αυλώνα, τον τόπο καταγωγής της. Μεγάλη της επιτυχία ήταν το καλαματιανό "Μου παρήγγγειλε το αηδόνι'', το ηρωϊκό ''γριά Τζαβέλαινα'' κ.α. που έχουν κάνει το γύρο της Ελλάδας.
 Στην αρχή της δεκαετίας του 50 πραγματοποιεί ταξίδι στην Αίγυπτο και στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με αρχές του 1960 πραγματοποιεί δύο ταξίδια στην Αμερική, όπου και αποθεώνεται από τους Έλληνες ομογενείς.  Την ίδια επίσης περίοδο πραγματοποιεί μερικές ενδιαφέρουσες ηχογραφήσεις επίσης στην Αμερική. Στον Αυλώνα είχε τραγουδήσει στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας στο κέντρο ''Ο Κουλουφάκος'' που ανήκε στον Γιώργο Πατσουλέ. Οι παλιότεροι Αυλωνίτες, σύγχρονοί της, την αποθέωναν με την φράση "γειά σου Γούλια!!!''. Το 1965 κάνει τις τελευταίες της ηχογραφήσεις πριν αποσυρθεί για λόγους υγείας. 
 Η Γεωργία Μηττάκη άφησε την τελευταία της πνοή στο πατρικό της που σώζεται ακόμη, στον Αυλώνα στις 28 Φεβρουαρίου 1977, η εξόδιος ακολουθία εψάλλη στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αντωνίου, στις 1-3-1977, και η ταφή της έγινε την ίδια ημέρα, στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών μετά από επιθυμία της κόρης της, η οποία κατοικεί μόνιμα στην Αθήνα. Η Γεωργία Μηττάκη υπήρξε η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ιέρεια του δημοτικού τραγουδιού της Ελλάδας, το οποίο διακόνησε με συνέπεια και αφοσίωση, έχοντας σπάνια προσόντα υψίφωνου και απεριόριστες φωνητικές δυνατότητες, οι οποίες δυστυχώς μέχρι σήμερα παραμένουν αναντικατάστατες. Στο βιβλίο του Γιάννη Χαρ. Μητρόπουλου ΄΄Οι Μεγάλοι του Δημοτικού Τραγουδιού΄΄(1996), αναφέρονται κατά λέξη τα παρακάτω: ''Η  Γεωργία Μηττάκη ήταν γεννημένη αποκλειστικά για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Δεν της έμοιαζε καμία, ούτε ξανά βγήκε τέτοια ακέραιη βυζαντινή φωνή".






                           (σ΄ ένα τεκέ μπουκάρανε)


                             (Παιδιά γιατί είστε ανάλλαγα)


(Στο 7:40' στο βίντεο από την ταινία Αστέρω το 1959, τραγουδάει η Γεωργία Μηττάκη το τραγούδι ''απόψε μαυρομάτα μου'')

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

ΝΤΙΒΑΝΙ-Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΟΡΟΣ


Μερικές από τις πρώτες Σαλεσιώτισσες που συμμετείχαν στην πρώτη επανάληψη του ντιβανιού.
 



Η πρώτη επανάληψη του εθίμου ΝΤΙΒΑΝΙ έγινε την Κυριακή 7 Ιουνίου 1987 στην πλατεία του χωριού στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος, όπως βλέπουμε και στις παραπάνω φωτογραφίες της εποχής αυτής. Το έθιμο είχε εγκαταλειφθεί για τριάντα ολόκληρα χρόνια ως το 1987 που επαναλήφθηκε με πρωτοβουλία πολλών Αυλωνιτών της εποχής και με την  συμμετοχή και συμπαράσταση όλων των κατοίκων του χωριού, όλων των τοπικών φορέων καθώς και της τότε κοινοτικής αρχής. Από τότε τελείται σχεδόν κάθε  χρόνο τις Απόκριες με την συμπαράσταση της εκάστοτε κοινοτικής ή δημοτικής αρχής. Το ντιβάνι είναι ο δημόσιος χορός που τελούνταν απαράβατα για εκατοντάδες χρόνια στον Αυλώνα, σε όλες τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα κλπ, σε χαρμόσυνα γεγονότα τοπικού ενδιαφέροντος όπως ίδρυση Ναών κλπ με την συμμετοχή των κατοίκων του Αυλώνα. Η λέξη ντιβάνι είναι αραβικής προέλευσης σήμαινε τον επίπεδο ανοιχτό  τόπο, απαντάται στα μεσαιωνικά ελληνικά ενώ στα τούρκικα σήμαινε τον ανοιχτό τόπο διαβούλευσης όπου γίνονταν τα επίσημα συμβούλια. Πράγματι το ντιβάνι σαν χορευτικό έθιμο τελούνταν πάντοτε στην πλατεία του χωριού, τον πιο ανοιχτό και επίσημο τόπο του χωριού όπου εκεί η ολότητα της τοπικής κοινωνίας μέσα από την διασκέδαση επιβεβαίωνε την κοινή δράση και την ομαδική συμμετοχή των κατοίκων σε ό,τι αφορούσε τον τόπο τους. Γι αυτό και όταν χόρευαν σε άλλες περιστάσεις μικρότερης σημασίας όπως την Κυριακή μετά την εκκλησία κλπ δεν ονόμαζαν το χορό τους Ντιβάνι αλλά απλά χορό. Η συμμετοχή στο δημόσιο χορό ήταν πάνδημη αφού στο Ντιβάνι κυρίως των Αποκριών συμμετείχαν ακόμη και οι απόδημοι Αυλωνίτες που έρχονταν επί τούτου από τα πέρατα της γής. Μονάχα όσοι είχαν πένθος δεν συμμετείχαν φυσικά στο Ντιβάνι. Το Ντιβάνι ιδιαίτερα της Αποκριάς (τα παλιά χρόνια γινόταν την Καθαρά Δευτέρα) ήταν ονομαστό και γνωστό σε όλη την γύρω περιοχή γι αυτό και έρχονταν να το δουν επισκέπτες ακόμη κι από την Αθήνα ή από διάφορα χωριά και πόλεις της Αττικοβοιωτίας, καθισμένοι στις ταβέρνες που κύκλωναν τα παλιότερα χρόνια την πλατεία του χωριού, προκειμένου να γλεντήσουν και να θαυμάσουν το πλήθος της συμμετοχής των χορευτών (προπολεμικές μαρτυρίες χωριανών μας, αναφέρουν τουλάχιστον 400 άτομα), τον πλούτο των παραδοσιακών φορεσιών του χωριού μας και την μουσική που έπαιζε ο διάσημος ''Κίτσο-Γιαννάτσης'' στην πίπιζά του, γεγονότα που το έκαναν μοναδικό. Oι παλιοί κάτοικοι θυμούνται ότι έφερναν από το σπίτι τους 2 καρέκλες πάντοτε. Μία για να καθίσουν οι ίδιοι και μία για τους επισκέπτες που θα έρχονταν από την Αθήνα και αλλού για να παρακολουθήσουν τον χορό. Το έθιμο δεν σταμάτησε να τελείται ούτε στην επανάσταση του 1821, ούτε στα ζοφερά χρόνια της κατοχής του '40, γεγονός που δήλωνε την αδιαπραγμάτευτη εμμονή και πείσμα των κατοίκων στο έθιμο και τον σκοπό του. Ένα περιστατικό που έχει καταγραφεί κατά τη διάρκεια της κατοχής είναι όταν ένας Γερμανός στρατιώτης πλησίασε μιά Αυλωνίτισσα που συμμετείχε στο Ντιβάνι και πέρασε τη ξιφολόγχη του ανάμεσα στο βραχιόλι που αυτή φορούσε. Η περήφανη Σαλεσιώτισσα κατάλαβε τι θέλει ο στρατιώτης, έβγαλε το βραχιόλι της, το έδωσε στον κατακτητή και συνέχισε το χορό της. Σκοπός του Ντιβανιού ήταν η σύσφιξη και επιβεβαίωση των δεσμών των μελών της κοινότητας μέσα από την κοινή διασκέδαση, επ΄ευκαιρία των μεγάλων εορτών του έτους ή χαρμόσυνων γεγονότων τοπικών χαρακτήρα που αφορούσαν την κοινότητα. Η ένωση όλων των μελών της κοινότητας στον ένα και μοναδικό κύκλο του χορού εμπεριείχε και την συλλογική δράση των κατοίκων για στόχους σχετικά με την πρόοδο και ανάπτυξη του χωριού. Τα όργανα του χορού ήσαν μέχρι το 1956 που τελέστηκε για τελευταία φορά (στην αυθεντική του μορφή) ο χορός, η πίπιζα και το νταούλι. Οι οργανοπαίκτες στέκονταν στη μέση της πλατείας και έπαιζαν ενώ γύρω-γύρω σχηματιζόταν σιγά σιγά ο χορός. Καμιά φορά αν ο χορευτής ήταν καλός τον ακολουθούσαν από κοντά ''τα τούμπανα'' και έπαιζαν σύμφωνα με τα παραγγέλματα που τους έδινε ο χορευτής με την κίνηση του σώματός του. Επειδή η πίπιζα και το νταούλι σε συνδυασμό δημιουργούν εκκωφαντικό ήχο, δεν ήταν δυνατόν να ακουστεί τραγούδι, γι αυτό και στο ντιβάνι δεν τραγουδούσαν παρά χόρευαν με τη συνοδεία των παραπάνω οργάνων. Τα τελευταία χρόνια την ζυγιά πίπιζα-νταούλι έχουν αντικαταστήσει μουσικά συγκροτήματα με κλαρίνο, αφού οι οργανοπαίκτες της πατροπαράδοτης ζυγιάς έχουν πλέον εκλείψει. Επιπλέον ακούγονται τώρα και τραγούδια από τραγουδιστές της περιοχής, αφού η ακούσια απουσία του εκκωφαντικού ήχου της πίπιζας και του νταουλιού επιτρέπει να ακουστεί το τραγούδι. Τις ελάχιστες όμως φορές, από την επανάληψη του ντιβανιού μέχρι σήμερα, που συμμετείχαν η πίπιζα και το νταούλι, το τραγούδι σιωπούσε και ακουγόταν μονάχα ο γνώριμος και νοσταλγικός ήχος της πατροπαράδοτης ζυγιάς. Eιδικά στα μεγάλα Ντιβάνια όπως και αυτό της Αποκριάς, τα πολύ παλιά χρόνια και ειδικά τον 19ο αιώνα, οι άντρες του χωριού είχαν μαζευτεί από νωρίς στα μαγαζιά γύρω από την πλατεία, τρώγοντας και πίνοντας. Όταν είχαν έρθει στο κέφι, πολλές φορές μισομεθυσμένοι, κατέβαιναν στην πλατεία και άρχιζαν τον χορό. Τα τοπικά όργανα με τον εκκωφαντικό τους ήχο διαλαλούσαν σε όλο το χωριό πως η γιορτή άρχισε. Οι γυναίκες που θα συμμετείχαν στο χορό, ακούγοντας στα σπίτια τους το μουσικό σύνθημα, άρχιζαν να ντύνονται τις βαρύτιμες φορεσιές τους. Μετά από αρκετή ώρα και αφού οι άντρες είχαν χορτάσει τον χορό, στην πλατεία άρχιζαν να καταφθάνουν αμέτρητες γυναίκες. Καθώς περπατούσαν τα δεκάδες φλουριά που στόλιζαν τα κοσμήματα του στήθους τους χτυπούσαν μεταξύ τους αλλά και πάνω στην πόρπη που έζωνε τη μέση τους, όταν οι σειρές ήσαν πολλές, ειδοποιώντας τους θεατές για την άφιξή τους. Σε λίγο μιά ώριμη παντρεμένη, έμπαινε επικεφαλής του χορού, ''για να βγάλει την ντροπή'' όπως έλεγαν, χορεύοντας γοργά ''όλο μπροστά'' ώστε να δώσει σχήμα στον τεράστιο χορευτικό κύκλο ''να στρώσει ο χορός'' όπως έλεγαν και ο μεγάλος χορός παρέσυρε στους σκοπούς του συρτού και του καλαματιανού, όλες τις γυναίκες που ακολουθούσαν την κορυφαία και σε λίγο θα την διαδέχονταν. Στο ντιβάνι όμως της Αποκριάς ο χορός των γυναικών άρχιζε με την ''πλιέξιζα'', σταυρωτό τοπικό χορό με σκωπτικά δίστιχα που τραγουδούσαν οι γυναίκες πολύ παλιά χωρίς όργανα ενώ τα νεώτερα χρόνια το τραγούδι σιγά-σιγά ξεχάστηκε και τον σκοπό έπαιζαν τα όργανα. Τα κατοπινά χρόνια συμμετείχαν στο χορό και άνδρες και γυναίκες αλλά με κάποια τυπικότητα ώστε να μην κρατιούνται, όταν ήταν απαραίτητο, ξένοι, άντρας και γυναίκα, παρά συγγενείς. Το μοναδικό αυτό, για όλη την ευρύτερη περιοχή, έθιμο του Σαλεσιώτικου ντιβανιού, συνεχίζεται με επιτυχία μέχρι σήμερα από τους φορείς με την συμμετοχή των κατοίκων, τις Απόκριες. Πρέπει ιδιαίτερα να σημειωθεί ότι το τελετουργικό του εθίμου-χορού δεν έχει αλλάξει καθόλου με το πέρασμα του χρόνου, αφού οι χορευτές που συμμετέχουν φορώντας τις βαρύτιμες τοπικές ενδυμασίες, δεν επιτρέπουν να τελεστούν ταυτόγχρονα κι άλλα δρώμενα, αποκριάτικα, καρναβαλικά, βωμολοχικά κλπ, όπως γίνεται σε άλλες περιοχές λόγω της ημέρας, ώστε στον Αυλώνα το δρώμενο παραμένει και είναι το ίδιο το ντιβάνι και όχι το ντιβάνι σαν τμήμα κάποιου γενικότερου αποκριάτικου δρώμενου. Η μόνη ''αποκριάτικη'' νότα του ντιβανιού της Αποκριάς δηλωνόταν από τον τρόπο που φορούσαν τις παραδοσιακές κυρίως γυναικείες φορεσιές, οι χορεύτριες, με την έννοια ότι φορούσαν κάποια ''ανακατεμένα'' κομμάτια, παράταιρα χρονικά με την υπόλοιπη  παραδοσιακή φορεσιά που φοριόταν την κάθε εποχή, συνήθως των γιαγιάδων τους.


              (Αποκριάτικο παραδοσιακό ντύσιμο σε Ντιβάνι του 1930)

Το γεγονός αυτό στις μέρες μας και οι λεπτότατες διαφορές, είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευθούν στις παλιές φωτογραφίες που έχουν διασωθεί από την απαθανάτιση του εθίμου-χορού, αφού έχουν σχεδόν εκλείψει οι γνώστες της τοπικής φορεσιάς και μόνο ένα πολύ έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει τις φορεσιές όπως φοριούνταν τις Απόκριες από τις άλλες περιπτώσεις. Δυστυχώς τα νεώτερα-μεταπολεμικά χρόνια, η υποχώρηση της τοπικής φορεσιάς, η έλλειψη διαφόρων τμημάτων της, αλλά και η εξάλειψη πλέον της σημειολογίας που δήλωνε η κάθε φορεσιά και ο τρόπος ένδυσης στην ανάλογη κοινωνική περίσταση (αφού αυτές οι παράμετροι ατόνησαν και τελικά καταργήθηκαν με την υιοθέτηση της ευρωπαϊκής μόδας), οδηγεί μονίμως σε ''αποκριάτικα'' αποτελέσματα, ενοχλητική και ανιστόρητη κατάσταση που ο Σύλλογός μας προσπαθεί να εξαλείψει με την δημιουργία τμήματος λαογραφικού εργοχείρου τοπικών φορεσιών προκειμένου να διασωθεί η τοπική ενδυματολογική ιστορία. Επιπλέον ένας από τους καταστατικούς σκοπούς του Συλλόγου μας, σαν φορέα πολιτισμού, είναι να διατηρήσει το ντιβάνι, συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, και να το παραδώσει στις επόμενες γενιές όπως ακριβώς τελείται εκατοντάδες χρόνια. Παράλληλα στο Ντιβάνι της Αποκριάς πλέον ο επισκέπτης μπορεί να δει, την μοναδική αυτή ημέρα, όλων των ειδών τις τοπικές φορεσιές του Αυλώνα που υπήρχαν και έχουν δημιουργήσει σε πιστά αντίγραφα τα μέλη του Συλλόγου μας καθώς και όλους τους τοπικούς χορούς του Αυλώνα, ώστε η πλατεία του χωριού την ημέρα αυτή να λειτουργεί σαν ζωντανό Μουσείο της Σαλεσιώτικης λαογραφίας. Τέλος το σύνολο των Αυλωνιτών απαιτεί, επιμένει και θέλει να συνεχισθεί πάση θυσία αυτό το σπουδαίο τοπικό έθιμο και η σημειολογία του, ιερή παρακαταθήκη των προγόνων μας, ιερό μας χρέος στη μνήμη τους.


Ντιβάνι το 1931 στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας
(η φωτογραφία είναι προσφορά του Συλλόγου Νέων Παλατίων Ωρωπού)   



Ο  Χρήστος Ιωαν. Μπουγέσης (Κιτσο-Γιαννάτσης) παίζει πίπιζα και ο Φώτης Σιδέρης (Νταλαμάγκας) νταούλι. Φωτογραφίες από ΝΤΙΒΑΝΙ το 1938 για τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Αντωνίου.
     
Από τα εγκαίνια του ναού Αγίου Αντωνίου το 1938


Από τα εγκαίνια του Ναού Αγίου Αντωνίου το 1938. Σε όλα τα μεγάλα ευχάριστα για την Κοινότητα γεγονότα και γιορτές οι κάτοικοι εκφράζονταν με δημόσιο χορό στην πλατεία του Αυλώνα.

Η Λουκία Ζυγομαλά, ανάμεσα σε άλλους Αυλωνίτες, τα ''παιδιά'' της μετά την απώλεια του μοναχογιού της, παρακολουθεί το ντιβάνι που έγινε στα εγκαίνια του ναού Αγίου Αντωνίου το 1938. Tριγύρω την πλαισιώνουν Αυλωνίτες καθισμένοι έξω από τις ταβέρνες της εποχής που βρίσκονταν γύρω στην πλατεία, σύμφωνα με το έθιμο, παρακολουθώντας τον δημόσιο χορό.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

KAΛΩΣΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

http://taneatouoropou.blogspot.com/2011/03/blog-post_8218.html

Ευχαριστούμε πολύ τα Νέα του Ωρωπού για τις ευχές και την προβολή του σκοπού του Συλλόγου μας στον ιστότοπό του!

 http://avlonanet.blogspot.com/2011/03/blog-post_27.html

Ευχαριστούμε πολύ το avlonanet για την προβολή της πρώτης ανακοίνωσης του Συλλόγου μας από την ιστότοπό του και τις εποικοδομητικές προτάσεις του αναφορικά με τον Αυλώνα και την λειτουργία του Συλλόγου!

http://www.anparatiritis.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=4155&Itemid=2

Ευχαριστούμε πολύ τον Ανεξάρτητο Παρατηρητή για την προβολή της ιδρυτικής ανακοίνωσης του Συλλόγου μας!

ΜΟΥΣΕΙΟ & ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΖΥΓΟΜΑΛΑ

MOYΣΕΙΟ ΖΥΓΟΜΑΛΑ


ΔΙΑΘΗΚΗ ΛΟΥΚΙΑΣ ΖΥΓΟΜΑΛΑ

Η διαθήκη της Λουκίας Ζυγομαλά και η δωρεά του Ιδρύματος ''Μουσείο Ζυγομαλά'' προς το Δημοτικό Σχολείο Αυλώνα. Για όσους δεν το γνωρίζουν το Μουσείο Ζυγομαλά είναι μοναδικό στο είδος του παγκοσμίως. Σπάνιο και το γεγονός ένα Δημοτικό Σχολείο να διαθέτει ένα τέτοιο Ίδρυμα ως περιουσιακό του στοιχείο.





H δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της εποχής, του κοινωφελούς Ιδρύματος λαϊκών χειροτεχνημάτων Αττικής, υπό την επωνυμία "Μουσείον Ζυγομαλά''.




Οι ενέργειες του αείμνηστου Αυλωνίτη και πρώτου Διευθυντή του Μουσείου Δημητρίου Παπακωνσταντίνου και η αγαστή του συνεργασία με την Λουκία Ζυγομαλά, καρποφόρησαν ώστε τα κληροδοτήματα της οικογένειας Ζυγομαλά και κυρίως το Μουσείο να κατασκευασθούν και να δωρηθούν στον Αυλώνα τον οποίο έκτοτε κοσμούν. Στην τελική κρίση της Λουκίας Ζυγομαλά, ώστε να επιλεγεί ο Αυλώνας ως τόπος κατοικίας της και τόπος στον οποίο αφιέρωσε τα κληροδοτήματά της, κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν τα χαρακτηριστικά των Αυλωνιτών προγόνων μας, όντας δημιουργικών, φιλοπρόοδων, ακάματων αγωνιστών και ευγνωμονούντων προς τους ευεργέτες τους.
Η Λουκία Ζυγομαλά, μεγαλοαστή της εποχής, κοσμπολίτισσα και με τεράστια ακαδημαϊκή και ψυχική μόρφωση, πριν την τελική επιλογή του Αυλώνα ως τόπου μόνιμης κατοικίας και ανάπτυξης των ώριμων χρόνων δραστηριότητάς της είχε επισκεφθεί πολλά χωριά της Αττικής για να διαλέξει το καταλληλότερο και όταν επέλεξε τον τόπο μας, έμεινε δοκιμαστικά ένα ολόκληρο χρόνο πριν πάρει την τελική της απόφαση, ώστε μπορεί κανείς με βεβαιότητα να πει ότι τα παραπάνω προσόντα των Αυλωνιτών την έπεισαν στην τελική της απόφαση.
Η τιμή της Λουκίας Ζυγομαλά προς τον Αυλώνα είναι ύψιστη, αναγνωρίστηκε, αναγνωρίζεται και θα αναγνωρίζεται από όλους τους Αυλωνίτες, χτεσινούς παρόντες και μελλοντικούς.


(Ο δημοδιδάσκαλος Δημ. Παπακωνσταντίνου σε νεαρή ηλικία, την 17-4-1938, στα εγκαίνια του Ναού των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέου, εκφωνεί λόγο στα αποκαλυπτήρια των προτομών των Αντωνίου και Ανδρέα Ζυγομαλά. Η ιστορική φωτογραφία έχει απαθανατισθεί από τον φωτογράφο που είχε ειδικά προσλάβει η Λουκία Ζυγομαλά για να αποτυπώσει φωτογραφικά τα γεγονότα της ημέρας των εγκαινίων του Ναού. Ανήκει στην κόρη του Αικατερίνη Παπακωνσταντίνου-Μιχαηλάκη)

















Oι προτομές των Αντωνίου και Λουκίας Ζυγομαλά
στην κεντρική πλατεία του Αυλώνα
 που έχει λάβει τιμής ένεκεν το επώνυμο της οικογένειας
(προτομές φιλοτεχνημένες από τον γλύπτη Σ.Στεργίου)

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΖΥΓΟΜΑΛΑ


ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΖΥΓΟΜΑΛΑΣ
Ο Αντώνιος Ζυγομαλάς γεννήθηκε το 1856 στην Αθήνα και ήταν γιός του Ανδρέα Ζυγομαλά, αγωνιστή κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης στην Χίο. Καταγόταν από την γνωστή Βυζαντινή οικογένεια της Αργολίδας, η οποία μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη, κατέφυγε στη Χίο και τέλος εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Παρίσι. Νεότατος εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία όπου και διατέλεσε γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Από τη θέση αυτή μεταπήδησε αργότερα στην πολιτική. Πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής Αττικοβοιωτίας το 1880 και από τις 19 Απριλίου 1885 μέχρι στις 18 Οκτωβρίου 1885 μετείχε στη κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη ως Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημ. Εκπαιδεύσεως, ενώ από τις 24 Νοεμβρίου του 1902 μέχρι στις 14 Ιουλίου 1903 ανέλαβε υπουργός της Δικαιοσύνης, παράλληλα διετελώντας και σύμβουλος της αρχαιολογικής εταιρείας.
 Ο Αντώνιος Ζυγομαλάς έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επίλυση του μεγάλου τότε αγροτικού προβλήματος των ακτημόνων της βόρειας Αττικής με την απόκτηση κλήρων από το τεράστιο τσιφλίκι που διατηρούσε εκεί ο Ανδρέας Συγγρός. Με προσωπικό και πολιτικό κόστος απέτρεψε τον αφανισμό των αγροτών των χωριών Σάλεσι (Αυλώνας) και Μπούγα υποθηκεύοντας μάλιστα το ακίνητο της συζύγου του Λουκίας αντί του ποσού των 300.000 δρχ. που κατέβαλε στον Συγγρό, αποπληρώνοντας την εξαγορά του κτήματος για λογαριασμό των Αυλωνιτών. Το γεγονός αυτό τον κατέστησε επάξια μέγα ΕΥΕΡΓΕΤΗ όλων των αγροτών και των κτηνοτρόφων της περιοχής του Αυλώνα.

(Η προτομή του Αντωνίου Ζυγομαλά στην κεντρική πλατεία του Αυλώνα)

Ο Αντώνιος Ζυγομαλάς είχε παντρευτεί με την Λουκία Μπαλάνου το 1888 και απεβίωσε στην Αθήνα το 1930. Από τον γάμο του με την Λουκία Μπαλάνου είχε αποκτήσει το μονάκριβο παιδί του Ανδρέα που είχε γεννηθεί το 1890 και χάθηκε το 1914 στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα.




ΛΟΥΚΙΑ ΖΥΓΟΜΑΛΑ

Η Λουκία Ζυγομαλά καταγόταν από την μεγάλη Γιαννιώτικη  οικογένεια των Μπαλάνων, κόρη του επιφανούς Αθηναίου δικηγόρου Αριστείδη Μπαλάνου και είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1863. Το 1888 παντρεύτηκε τον Αντώνιο Ζυγομαλά και το ζευγάρι το 1890 απέκτησαν το μοναδικό τους παιδί τον Ανδρέα, τον οποίο έχασαν το 1914 στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα.
Ενώ ο Αντώνιος Ζυγομαλάς έπεσε σε μαρασμό μετά το χαμό του μονάκριβου παιδιού του, η Λουκία Ζυγομαλά βρήκε διέξοδο το 1915, στρεφόμενη στην Ελληνική λαϊκή τέχνη, υπέρ της οποίας είχε δημιουργηθεί την εποχή αυτή ρεύμα από τον ποιητή Περικλή Γιαννόπουλο. Ίδρυσε σε διάφορα χωριά της Αττικής (Αυλώνα, Μενίδι, Κερατέα, Κορωπί, Λιόπεσι κα) Ειδικές Σχολές Κεντητικής στις οποίες οι νέες κοπέλες των χωριών της Αττικής διδάσκονταν από τις παλαιότερες γυναίκες κάθε τόπου, υψηλού επιπέδου κεντητική τέχνη επάνω στα παλαιά πρότυπα και μοτίβα που η Λουκία Ζυγομαλά είχε προσαρμόσει στις σύγχρονες ανάγκες της εποχής έχοντας μάλιστα καταθέσει και λάβει σχετικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Το πρατήριο όπου επωλούντο οι καλλιτεχνικές δημιουργίες των Σχολών Ζυγομαλά ήταν στην Αθήνα, οδός Βουλής 7 υπό την επωνυμία «Αττική-Ελληνικά Χωρικά Κεντήματα», ονομασία αναγνωρισμένη στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως της εποχής από τις 5 Ιουλίου 1923. Το 1936 το πρατήριο λόγω οικονομικής αδυναμίας κλείνει και το υλικό που έχει απομείνει μεταφέρεται στον Αυλώνα στη βίλα που είχε κτίσει η Λουκία Ζυγομαλά με προτροπή και συμπαράσταση του Αυλωνίτη διδάσκαλου και αργότερα Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Αυλώνα Δημητρίου Παπακωνσταντίνου με τον οποίο η Λουκία Ζυγομαλά είχε συνδεθεί φιλικά από το 1930. Αφορμή για την φιλία αυτή στάθηκε ο επικήδειος λόγος που είχε εκφωνήσει ο Δημήτριος Παπακωνσταντίνου κατά την ταφή του Αντωνίου Ζυγομαλά στην Αθήνα εκ μέρους των κατοίκων του Αυλώνα, οι οποίοι επιβιβάσθηκαν από το χωριό μας και γέμισαν 2 αμαξοστοιχίες προκειμένου να παραστούν στην κηδεία. Το αξιόλογο υλικό που είχε απομείνει από το πρατήριο της οδού Βουλής και κυρίως τα σύνολα δειγμάτων που είχαν αποσπάσει στο Παρίσι το Α' βραβείο σε σχετικό διαγωνισμό, συγκεντρώθηκε σε κτίριο που εφάπτονταν της βίλας Ζυγομαλά, προορισμένο εξαρχής για Μουσείο, ενώ μετά το θάνατο της Λουκίας Ζυγομαλά το 1947 κα το κτίριο του Μουσείου και η βίλα της αποτελούν πλέον το ενιαίο Μουσείο Ζυγομαλά. Πρώτος Διευθυντής ορίσθηκε ο Δημήτριος Παπακωνσταντίνου στον οποίο η Ζυγομαλά έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση και μετά από αυτόν σύμφωνα πάντοτε με την διαθήκη της, Διευθυντής ορίζεται ο εκάστοτε διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Αυλώνα. Το Μουσείο διοικείται από Επιτροπή και λειτουργεί υπό την εποπτεία της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού. Το Μουσείο Ζυγομαλά είναι από τα πρώτα Μουσεία Λαϊκής Τέχνης που έχουν ιδρυθεί στην Ελλάδα και μάλιστα στην Αττική, αφού μέχρι τότε λειτουργούσαν μόνον 3 ανάλογα μουσεία στην Αθήνα: Το Μουσείο Μπενάκη, το Εθνολογικό Μουσείο και το Μουσείο Ελληνικής λαϊκής τέχνης. Η θεματολογία του είναι όμως πρωτοποριακή και μοναδική παγκοσμίως, αφού υποδεικνύει και προτρέπει στην χρήση αντικειμένων διακοσμημένων με θέματα από την Ελληνική λαϊκή παράδοση εναρμονισμένων στις ανάγκες της κάθε εποχής. Τελικά η Λουκία Ζυγομαλά και οι ιδέες της ήσαν δεκάδες χρόνια μπροστά από την εποχή τους, παραμένοντας σύγχρονες ακόμη και στις μέρες μας.

H Λουκία Ζυγομολά έκτισε επίσης στον Αυλώνα τον νέο Kαθεδρικό Ναό των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέου στη μνήμη του συζύγου Αντωνίου και του υιού της Ανδρέα.
 Ο νέος Καθεδρικός Ναός των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέου
Εγκαινιάστηκε στις 17-4-1938




(η θέση στην νέα εκκλησία στην οποία καθόταν η Λουκία Ζυγομαλά)

Η εκκλησία είναι πετρόκτιστη με σκελετό από σκυρόδεμα δομημένη σύμφωνα με την Βυζαντινή ναοδομία. Την κατασκευή του Ναού επιμελήθηκε ο αρχιτέκτονας Ζουμπουλίδης και την αγιογράφηση του Ναού ο ζωγράφος Τ.Λουκίδης. Η εκκλησία είναι κτισμένη στο κέντρο του σημερινού Αυλώνα ενώ στο χώρο της προϋπήρχε το Δημοτικό Σχολείο Αυλώνα το οποίο γκρεμίστηκε και κτίσθηκε άλλο σε νέα θέση όπου βρίσκεται σήμερα το παλιό κεντρικό του κτίριο.

(Το κεντρικό κτίριο του Δημοτικού Σχολείου Αυλώνα, δωρεά της Λουκίας Ζυγομαλά, σε φωτογραφία του 1970)


 Το Δημοτικό Σχολείο ήταν διώροφο αλλά με τους καταστροφικούς σεισμούς του 1938, που έπληξαν την Ανατολική Αττική, γκρέμισε ο επάνω όροφος και έκτοτε διαμορφώθηκε ως ισόγειο. Σήμερα αποτελεί το κεντρικό τμήμα του Σχολικού συμπλέγματος του Δημοτικού Σχολείου όπως αυτό κτίσθηκε και διαμορφώθηκε τα πρόσφατα χρόνια. 



ANΔΡΕΑΣ ΖΥΓΟΜΑΛΑΣ

Ο Ανδρέας Ζυγομαλάς (1890 -1914), ήταν το μοναδικό παιδί του Αντωνίου Ζυγομαλά  και της Λουκίας Μπαλάνου. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε και αρίστευσε στις νομικές επιστήμες. Αμέσως μετά τις σπουδές του υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ασκώντας, συν τοις άλλοις, καθήκοντα διερμηνέα. Από μικρή ηλικία μιλούσε απταίστως τρεις ξένες γλώσσες. Ενώ είχε εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία άρχισε ο Βαλκανικός Πόλεμος του 1912-13. Εθελοντής, πλέον, φόρεσε και πάλι τη στρατιωτική στολή και κατατάχτηκε στο 2ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού. Έφυγε, αμέσως, για την πρώτη γραμμή του μετώπου προς απελευθέρωση των υπόδουλων ελληνικών εδαφών. Στην αρχή βρέθηκε στη Μακεδονία. Γρήγορα, όμως, ήλθε στην Ήπειρο, τόπο καταγωγής της μητέρας του. Ζήτησε μάλιστα να σταλεί στο Μπιζάνι, όπου ήταν το βασικό μέτωπο με τον εχθρό. Ο ηρωισμός του αφήνει έκπληκτους τους ανωτέρους του. Εκεί του δόθηκε «επ’ ανδραγαθία» ο βαθμός του ανθυπολοχαγού. Στην τελική επίθεση είναι αυτός που με την ομάδα του καταλαμβάνει το ύψωμα του Μπιζανίου. Η τουρκική σημαία των οχυρών του Μπιζανίου υπεστάλη από τον Ανδρέα Ζυγομαλά και η στρατιωτική διοίκηση τού επέτρεψε να την κρατήσει ως πολεμικό λάφυρο «τιμής ένεκεν». Η κομματιασμένη τουρκική σημαία μαζί με τα εκτεθειμένα όπλα του, τις στολές του και τα λάφυρα φυλάσσεται στο Μουσείο Ζυγομαλά, στον Αυλώνα Αττικής.  


Όταν τελείωσε ο νικηφόρος πόλεμος του 1912-13 ο Ανδρέας Ζυγομαλάς έστειλε τα παράσημα στους γονείς του και έμεινε για να συνεχίσει, τη φορά αυτή, τον αγώνα αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου. Με γράμμα προς τη μητέρα του τής ανήγγειλε την απόφαση να οργανώσει δική του ομάδα, υποβάλλοντας ταυτοχρόνως στον πατέρα του την παράκληση να στρατολογήσει παλλικάρια και να του στείλει χρήματα. Ενώ ο Αντώνιος Ζυγομαλάς είχε αρχίσει τις ενέργειες για την αποστολή ανδρών στη Βόρειο Ήπειρο, φτάνει το θλιβερό μήνυμα του θανάτου του παιδιού του. Το τηλεγράφημα έγραφε: «Ο Ανδρέας Ζυγομαλάς έπεσε σε ενέδρα του εχθρού και βρέθηκε αποκεφαλισμένος στη Νίβιτσα της Βορ. Ηπείρου». Ήταν το βράδυ της 29ης ξημερώματα 30ης Ιουλίου 1914..
Tο ακέφαλο λείψανο του Ανδρέα Ζυγομαλά είναι πλέον τοποθετημένο σε ειδική κρύπτη κάτω από το Ιερό Βήμα του ναού Αγίου Αντωνίου στον Αυλώνα Αττικής από το 1936 και φυλάσσεται μαζί με τα λείψανα των γονέων του που απεβίωσαν αργότερα. Η Λουκία Ζυγομαλά μέχρι τον θάνατό της, το 1947, περνούσε αρκετές ώρες κάθε μέρα, μέσα στην υπόγεια κρύπτη-τάφο, δίπλα στο λείψανο του αδικοχαμένου και μοναδικού παιδιού της, χαμένη στις σκέψεις της.

Η πόρτα της κρύπτης προς τους τάφους
της οικογένειας Ζυγομαλά  ανοίγει σπάνια.



Η Λουκία Ζυγομαλά (στα δεξιά της αγιογραφίας)
προσφέρει γονυπετής ως ιδρύτρια, τον ναό
των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέoυ στην Παναγία Πλατυτέρα.

Η ψηφιδωτή επιγραφή στη βάση της τοιχογραφίας αναφέρει:
''την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι Μήτερ του Θεού''







ΤΗ ΟΜΟΘΥΜΩ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΑΠΑΝΤΩΝ 
ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ
ΣΑΛΕΣΙ και ΜΠΟΥΓΑ
ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

(Τά λείψανα των Αντωνίου και Ανδρέα Ζυγομαλά είχαν αρχικά ταφεί στην Αθήνα αλλά τα οστά τους μεταφέρθηκαν στον Αυλώνα Αττικής στις 12 Ιουλίου 1936 μετά από την ομόθυμη επιθυμία των κατοίκων του Αυλώνα, όπως αναφέρει και η σχετική επιγραφή στην κρύπτη όπου βρίσκονται και φυσικά με την σύμφωνη γνώμη της Λουκίας Ζυγομαλά)



Το γραφείο, η στολή, η σέλα του αλόγου του, το όπλο, τα ξίφη του Ανδρέα Ζυγομαλά και μία μεγάλων διαστάσεων Ελληνική σημαία που σκέπασε τη σορό του στο Αργυρόκαστρο, εκτίθενται στο «Μουσείο Ζυγομαλά» στον Αυλώνα Αττικής. Η σημαία αυτή ράφτηκε μέσα σε ένα βράδυ από νέες κοπέλες του Αργυροκάστρου για να σκεπάσει τη σορό του νεαρού λοχαγού, που το 1914 έπεσε μαχόμενος στη Νίβιτσα των Αγ. Σαράντα στον αυτονομιακό αγώνα της Βορείου Ηπείρου.


Aνδρέας Ζυγομαλάς, ο τελευταίος των εν Αθήναις Ζυγομαλάδων

Σε φάκελο του αρχείου του υπάρχει, επίσης, τοπογραφικό σκαρίφημα, σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Ανδρέα Ζυγομαλά. Αποτυπώνεται σε αυτό η περιοχή από το Χάνι Τερόβου (τότε Χάνι Σεφήμ Βέη) μέχρι το Χάνι Κανέτας. Στο σκαρίφημα οριοθετούνται στο χώρο όλες οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή με τα ονόματα των διοικητών τους. Στο πίσω μέρος του σκαριφήματος αναγράφεται: «Πολιορκία Ιωαννίνων 20 - 30 .12.12».
Σε άλλο φάκελο υπάρχουν δύο επιστολές προς τους γονείς του. Η πρώτη φέρει ημερομηνία 15.12.1912 και η δεύτερη 16.12.1912. Και οι δύο γράφτηκαν στη Μανωλιάσσα. Η δεύτερη επιστολή έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί δίνει σημαντικές πληροφορίες για την ψυχολογία και τη δράση του τουρκικού στρατού, ενώ ταυτοχρόνως περιγράφει δικές του προσωπικές στιγμές.


Η επιστολή προς τους γονείς του
(16-12-1912)
Αγαπητοί μου γονείς
Εξακολουθεί η ίδια κατάστασις. Τα πράγματα όμως είναι πολύ καλύτερα τώρα... Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι σήμερον το μέτωπον του πολέμου εν Ηπείρω εκτείνεται από Μανωλιάσσης μέχρι Μπιζάν-Αετορράχης.  Πραγματικώς όμως εκτός του κυρίως μετώπου υπάρχει και αμυντικόν μέτωπον από Πρεβέζης μέχρι Σουλίου. Λάβετε τον χάρτην και μετρήσατε χιλιόμετρα.
Και όλη αυτή η φασαρία με 12-15.000 Στρατού!... Από όλους τους αιχμαλώτους πληροφορούμεθα ότι το ηθικόν του Τουρκικού Στρατού είναι αισχρόν. Οι Τουρκαλβανοί μετά την υπό της Ευρώπης αποφασισθείσαν κήρυξιν της Αλβανικής αυτονομίας απεσύρθησαν. Ο Εσσάτ Πασάς Αρχιστράτηγος του Στρατού Ιωαννίνων ηναγκάσθη να κρεμάση 40 Τουρκαλβανούς και τους λοιπούς ετοποθέτησε εις τα Μεταγωγικά.
Αφηρέθη τοιουτοτρόπως το μόνον ακμαίον και πραγματικώς μυθικώς ανδρείον στοιχείον του πολιορκουμένου Στρατού... Ο πανικόβλητος αυτός στρατός λυμόττει φοβερά. Οι στρατιώται αναφανδόν ζητούν την παράδοσιν των Ιωαννίνων. Είναι άλλωστε φανερόν ότι αι υπό των αιχμαλώτων διδόμεναι πληροφορίαι δεν στερούνται ακρίβειας εκ του ότι τας πρώτας ημέρας οι Τούρκοι επετίθεντο λυσσωδώς μετά θάρρους αξιοθαύμαστου και εκπληκτικού ηρωισμού. Μετά την απόκρουσιν των δύο πρώτων Τουρκικών επιθέσεων παρετηρήθη μεγίστη ύφεσις εις το πολεμικόν μένος των Τούρκων.
Αι νυκτεριναί επιθέσεις σχεδόν εσταμάτησαν, ιδίως κατόπιν της θαυμαστής τοποθετήσεως του πυροβολικού... Το πυροβολικόν μας μετά πολλού κόπου κατόρθωσε να παραταχθή. Παρετάχθη έναντι του Μπιζάνιου απόστασιν 4.500μ.  Σήμερον δε το πρωί ήρχισαν αι ομοβροντίαι...
Αχ! Αυτός ο ορίζων!  Εμπρός το δάσος με τις βελανιδιές. Ολίγον πάρα πίσω το χωρίον Κοπάνι και πάρα πίσω ακόμη το χιονισμένο βουνό. ∆εξιά τα βουνά της Μανωλιάσσας, το Καστράκι. Απέναντι άλλο δάσος με μικρές βελανιδιές και αριστερά τα Πεστά και το περιώνυμον πλέον Χάνι Εμίν Αγά... Η ημέρα περνά εν μεγίστη μονοτονία.
Το πρωί έγερσις 7½-8½ ένας περίπατος κατάλληλος. 12 επάνοδος εις τον καταυλισμόν. Πρόγευμα συνήθως μία καραβάνα καφές και ½ κουραμάνα. 12½-6 διάφοραι μικραί ασχολίαι π.χ. Ψείριασμα, αφόδευσις και διάφοραι άλλαι επίσης ασχολίαι. 7μ.μ.-7½π.μ. ύπνος υπό αντισκήνου εν μέσω διαφόρων κοριών και δεσποινίδων ψειρών...
Τώρα ευρήκα μίαν άλλην διασκέδασιν... Κάθε βράδυ το σκάω και από τας 6μ.μ. έως τας 12 και κάθημαι εις το Χάνι Εμίν με διασκεδαστικήν συντροφιά...
Μόνον σεις δεν δικαιούσθε να είσθε δυσαρεστημένοι από αυτήν την ευχάριστον κατάστασιν... Η μαύρη αλήθεια είναι ότι άγαν επεθύμησα το υποστεφές Άστυ και ιδίως τους κατοικούντας ή μάλλον τας κατοικούσας αυτό. Αλλά τι να γίνη; Και αυτό θα περάση... Μην ξεχάσετε τα ρούχα και τα χρήματα.

Το παιδί σας Ανδρέας Ζυγομαλάς

Τέλος, ανάμεσα σε έναν τεράστιο όγκο εγγράφων υπάρχουν δύο κείμενα οργανώσεων αποδήμων Ηπειρωτών. Το πρώτο είναι η επιστολή της Ηπειρωτικής Αδελφότητας Αθηνών με ημερομηνία 11.8.1914 προς το ∆ημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας για απόδοση τιμών προς τον ήρωα. Το δεύτερο είναι συλλυπητήριο ψήφισμα της Ενώσεως Ηπειρωτικών Σωματείων Αθηνών - Πειραιώς και Περιχώρων με ημερομηνία 4.8.1914, ημέρα της κηδείας του. Και στα δύο αυτά έγγραφα διακρίνεται η μεγάλη εκτίμηση, που έτρεφαν οι απανταχού Ηπειρώτες προς το πρόσωπο του Ανδρέα Ζυγομαλά.


O YMNOΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΖΥΓΟΜΑΛΑ




Το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Ζυγομαλά που περιέχει και την συνοπτική ιστορία του κλάδου, χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα με την υπόδειξη της Λουκίας Ζυγομαλά (τόσο στα ονόματα όσο και στις χρονολογίες), βρίσκεται στον εσωτερικό διάδρομο προς την κρύπτη.
Ιστορήθηκε βάσει των εγγράφων που διέθετε η Λουκία (αυτά τα έγγραφα ευρίσκονται στα αρχεία του Μουσείου) ενώ η μόνη χρονολογία  που χαράχθηκε από τους κατοίκους του Αυλώνα, ήταν αυτή του θανάτου της και μάλιστα των δύο τελευταίων ψηφίων 4 και 7 και αυτό φαίνεται από την διαφορετική χαρακτική της ημερομηνίας στο λιθανάγλυφο.
Ο Ανδρέας ήταν ο τελευταίος από τους εν Αθήναις Ζυγομαλάδες.

(το τηλεγράφημα με το οποίο αναγγέλθηκε
ο θάνατος του Ανδρέα Ζυγομαλά στους γονείς του)

''...Κατ΄εντολήν κυρίου Ζωγράφου μετά συντριβής αναγγέλωμεν θάνατον ευγενούς Ανδρ.Ζυγομαλά. Αυτόνομος Ήπειρος θρηνεί απώλειαν ανδρείου στρατιώτου. Νεκρός ταριχευθήσεται εις Ιωάννινα. Απαντήσατε επιθυμίαν οικογενείας...''




Στιγμιότυπο από παλαιότερο αρχιερατικό μνημόσυνο για την οικογένεια Ζυγομαλά που τελείται κάθε χρόνο  στην εορτή των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέου με φροντίδα του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Σάλεσι-Μπούγα. Ο δίσκος του μνημοσύνου, μετά το τέλος της λειτουργίας, μεταφέρεται στην κρύπτη κάτω από την εκκλησία όπου είναι ενταφιασμένα όλα τα μέλη της οικογένειας Ζυγομαλά για την επιμνημόσυνη δέηση επάνω στους τάφους της. Αριστερά διακρίνεται ο επί δεκαετίες ιερέας της εκκλησίας μας, πατήρ Βασίλειος Δέδες, ο οποίος μας εδώρησε και την φωτογραφία, για την οποία τον ευχαριστούμε θερμά. Ο σεβασμός των Αυλωνιτών προς την μνήμη των Ζυγομαλάδων παραμένει αιώνιος.