Μερικές από τις πρώτες Σαλεσιώτισσες που συμμετείχαν στην πρώτη επανάληψη του ντιβανιού.
Η πρώτη επανάληψη του εθίμου ΝΤΙΒΑΝΙ έγινε την Κυριακή 7 Ιουνίου 1987 στην πλατεία του χωριού στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος, όπως βλέπουμε και στις παραπάνω φωτογραφίες της εποχής αυτής. Το έθιμο είχε εγκαταλειφθεί για τριάντα ολόκληρα χρόνια ως το 1987 που επαναλήφθηκε με πρωτοβουλία πολλών Αυλωνιτών της εποχής και με την συμμετοχή και συμπαράσταση όλων των κατοίκων του χωριού, όλων των τοπικών φορέων καθώς και της τότε κοινοτικής αρχής. Από τότε τελείται σχεδόν κάθε χρόνο τις Απόκριες με την συμπαράσταση της εκάστοτε κοινοτικής ή δημοτικής αρχής. Το ντιβάνι είναι ο δημόσιος χορός που τελούνταν απαράβατα για εκατοντάδες χρόνια στον Αυλώνα, σε όλες τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα κλπ, σε χαρμόσυνα γεγονότα τοπικού ενδιαφέροντος όπως ίδρυση Ναών κλπ με την συμμετοχή των κατοίκων του Αυλώνα. Η λέξη ντιβάνι είναι αραβικής προέλευσης σήμαινε τον επίπεδο ανοιχτό τόπο, απαντάται στα μεσαιωνικά ελληνικά ενώ στα τούρκικα σήμαινε τον ανοιχτό τόπο διαβούλευσης όπου γίνονταν τα επίσημα συμβούλια. Πράγματι το ντιβάνι σαν χορευτικό έθιμο τελούνταν πάντοτε στην πλατεία του χωριού, τον πιο ανοιχτό και επίσημο τόπο του χωριού όπου εκεί η ολότητα της τοπικής κοινωνίας μέσα από την διασκέδαση επιβεβαίωνε την κοινή δράση και την ομαδική συμμετοχή των κατοίκων σε ό,τι αφορούσε τον τόπο τους. Γι αυτό και όταν χόρευαν σε άλλες περιστάσεις μικρότερης σημασίας όπως την Κυριακή μετά την εκκλησία κλπ δεν ονόμαζαν το χορό τους Ντιβάνι αλλά απλά χορό. Η συμμετοχή στο δημόσιο χορό ήταν πάνδημη αφού στο Ντιβάνι κυρίως των Αποκριών συμμετείχαν ακόμη και οι απόδημοι Αυλωνίτες που έρχονταν επί τούτου από τα πέρατα της γής. Μονάχα όσοι είχαν πένθος δεν συμμετείχαν φυσικά στο Ντιβάνι. Το Ντιβάνι ιδιαίτερα της Αποκριάς (τα παλιά χρόνια γινόταν την Καθαρά Δευτέρα) ήταν ονομαστό και γνωστό σε όλη την γύρω περιοχή γι αυτό και έρχονταν να το δουν επισκέπτες ακόμη κι από την Αθήνα ή από διάφορα χωριά και πόλεις της Αττικοβοιωτίας, καθισμένοι στις ταβέρνες που κύκλωναν τα παλιότερα χρόνια την πλατεία του χωριού, προκειμένου να γλεντήσουν και να θαυμάσουν το πλήθος της συμμετοχής των χορευτών (προπολεμικές μαρτυρίες χωριανών μας, αναφέρουν τουλάχιστον 400 άτομα), τον πλούτο των παραδοσιακών φορεσιών του χωριού μας και την μουσική που έπαιζε ο διάσημος ''Κίτσο-Γιαννάτσης'' στην πίπιζά του, γεγονότα που το έκαναν μοναδικό. Oι παλιοί κάτοικοι θυμούνται ότι έφερναν από το σπίτι τους 2 καρέκλες πάντοτε. Μία για να καθίσουν οι ίδιοι και μία για τους επισκέπτες που θα έρχονταν από την Αθήνα και αλλού για να παρακολουθήσουν τον χορό. Το έθιμο δεν σταμάτησε να τελείται ούτε στην επανάσταση του 1821, ούτε στα ζοφερά χρόνια της κατοχής του '40, γεγονός που δήλωνε την αδιαπραγμάτευτη εμμονή και πείσμα των κατοίκων στο έθιμο και τον σκοπό του. Ένα περιστατικό που έχει καταγραφεί κατά τη διάρκεια της κατοχής είναι όταν ένας Γερμανός στρατιώτης πλησίασε μιά Αυλωνίτισσα που συμμετείχε στο Ντιβάνι και πέρασε τη ξιφολόγχη του ανάμεσα στο βραχιόλι που αυτή φορούσε. Η περήφανη Σαλεσιώτισσα κατάλαβε τι θέλει ο στρατιώτης, έβγαλε το βραχιόλι της, το έδωσε στον κατακτητή και συνέχισε το χορό της. Σκοπός του Ντιβανιού ήταν η σύσφιξη και επιβεβαίωση των δεσμών των μελών της κοινότητας μέσα από την κοινή διασκέδαση, επ΄ευκαιρία των μεγάλων εορτών του έτους ή χαρμόσυνων γεγονότων τοπικών χαρακτήρα που αφορούσαν την κοινότητα. Η ένωση όλων των μελών της κοινότητας στον ένα και μοναδικό κύκλο του χορού εμπεριείχε και την συλλογική δράση των κατοίκων για στόχους σχετικά με την πρόοδο και ανάπτυξη του χωριού. Τα όργανα του χορού ήσαν μέχρι το 1956 που τελέστηκε για τελευταία φορά (στην αυθεντική του μορφή) ο χορός, η πίπιζα και το νταούλι. Οι οργανοπαίκτες στέκονταν στη μέση της πλατείας και έπαιζαν ενώ γύρω-γύρω σχηματιζόταν σιγά σιγά ο χορός. Καμιά φορά αν ο χορευτής ήταν καλός τον ακολουθούσαν από κοντά ''τα τούμπανα'' και έπαιζαν σύμφωνα με τα παραγγέλματα που τους έδινε ο χορευτής με την κίνηση του σώματός του. Επειδή η πίπιζα και το νταούλι σε συνδυασμό δημιουργούν εκκωφαντικό ήχο, δεν ήταν δυνατόν να ακουστεί τραγούδι, γι αυτό και στο ντιβάνι δεν τραγουδούσαν παρά χόρευαν με τη συνοδεία των παραπάνω οργάνων. Τα τελευταία χρόνια την ζυγιά πίπιζα-νταούλι έχουν αντικαταστήσει μουσικά συγκροτήματα με κλαρίνο, αφού οι οργανοπαίκτες της πατροπαράδοτης ζυγιάς έχουν πλέον εκλείψει. Επιπλέον ακούγονται τώρα και τραγούδια από τραγουδιστές της περιοχής, αφού η ακούσια απουσία του εκκωφαντικού ήχου της πίπιζας και του νταουλιού επιτρέπει να ακουστεί το τραγούδι. Τις ελάχιστες όμως φορές, από την επανάληψη του ντιβανιού μέχρι σήμερα, που συμμετείχαν η πίπιζα και το νταούλι, το τραγούδι σιωπούσε και ακουγόταν μονάχα ο γνώριμος και νοσταλγικός ήχος της πατροπαράδοτης ζυγιάς. Eιδικά στα μεγάλα Ντιβάνια όπως και αυτό της Αποκριάς, τα πολύ παλιά χρόνια και ειδικά τον 19ο αιώνα, οι άντρες του χωριού είχαν μαζευτεί από νωρίς στα μαγαζιά γύρω από την πλατεία, τρώγοντας και πίνοντας. Όταν είχαν έρθει στο κέφι, πολλές φορές μισομεθυσμένοι, κατέβαιναν στην πλατεία και άρχιζαν τον χορό. Τα τοπικά όργανα με τον εκκωφαντικό τους ήχο διαλαλούσαν σε όλο το χωριό πως η γιορτή άρχισε. Οι γυναίκες που θα συμμετείχαν στο χορό, ακούγοντας στα σπίτια τους το μουσικό σύνθημα, άρχιζαν να ντύνονται τις βαρύτιμες φορεσιές τους. Μετά από αρκετή ώρα και αφού οι άντρες είχαν χορτάσει τον χορό, στην πλατεία άρχιζαν να καταφθάνουν αμέτρητες γυναίκες. Καθώς περπατούσαν τα δεκάδες φλουριά που στόλιζαν τα κοσμήματα του στήθους τους χτυπούσαν μεταξύ τους αλλά και πάνω στην πόρπη που έζωνε τη μέση τους, όταν οι σειρές ήσαν πολλές, ειδοποιώντας τους θεατές για την άφιξή τους. Σε λίγο μιά ώριμη παντρεμένη, έμπαινε επικεφαλής του χορού, ''για να βγάλει την ντροπή'' όπως έλεγαν, χορεύοντας γοργά ''όλο μπροστά'' ώστε να δώσει σχήμα στον τεράστιο χορευτικό κύκλο ''να στρώσει ο χορός'' όπως έλεγαν και ο μεγάλος χορός παρέσυρε στους σκοπούς του συρτού και του καλαματιανού, όλες τις γυναίκες που ακολουθούσαν την κορυφαία και σε λίγο θα την διαδέχονταν. Στο ντιβάνι όμως της Αποκριάς ο χορός των γυναικών άρχιζε με την ''πλιέξιζα'', σταυρωτό τοπικό χορό με σκωπτικά δίστιχα που τραγουδούσαν οι γυναίκες πολύ παλιά χωρίς όργανα ενώ τα νεώτερα χρόνια το τραγούδι σιγά-σιγά ξεχάστηκε και τον σκοπό έπαιζαν τα όργανα. Τα κατοπινά χρόνια συμμετείχαν στο χορό και άνδρες και γυναίκες αλλά με κάποια τυπικότητα ώστε να μην κρατιούνται, όταν ήταν απαραίτητο, ξένοι, άντρας και γυναίκα, παρά συγγενείς. Το μοναδικό αυτό, για όλη την ευρύτερη περιοχή, έθιμο του Σαλεσιώτικου ντιβανιού, συνεχίζεται με επιτυχία μέχρι σήμερα από τους φορείς με την συμμετοχή των κατοίκων, τις Απόκριες. Πρέπει ιδιαίτερα να σημειωθεί ότι το τελετουργικό του εθίμου-χορού δεν έχει αλλάξει καθόλου με το πέρασμα του χρόνου, αφού οι χορευτές που συμμετέχουν φορώντας τις βαρύτιμες τοπικές ενδυμασίες, δεν επιτρέπουν να τελεστούν ταυτόγχρονα κι άλλα δρώμενα, αποκριάτικα, καρναβαλικά, βωμολοχικά κλπ, όπως γίνεται σε άλλες περιοχές λόγω της ημέρας, ώστε στον Αυλώνα το δρώμενο παραμένει και είναι το ίδιο το ντιβάνι και όχι το ντιβάνι σαν τμήμα κάποιου γενικότερου αποκριάτικου δρώμενου. Η μόνη ''αποκριάτικη'' νότα του ντιβανιού της Αποκριάς δηλωνόταν από τον τρόπο που φορούσαν τις παραδοσιακές κυρίως γυναικείες φορεσιές, οι χορεύτριες, με την έννοια ότι φορούσαν κάποια ''ανακατεμένα'' κομμάτια, παράταιρα χρονικά με την υπόλοιπη παραδοσιακή φορεσιά που φοριόταν την κάθε εποχή, συνήθως των γιαγιάδων τους.
Το γεγονός αυτό στις μέρες μας και οι λεπτότατες διαφορές, είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευθούν στις παλιές φωτογραφίες που έχουν διασωθεί από την απαθανάτιση του εθίμου-χορού, αφού έχουν σχεδόν εκλείψει οι γνώστες της τοπικής φορεσιάς και μόνο ένα πολύ έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει τις φορεσιές όπως φοριούνταν τις Απόκριες από τις άλλες περιπτώσεις. Δυστυχώς τα νεώτερα-μεταπολεμικά χρόνια, η υποχώρηση της τοπικής φορεσιάς, η έλλειψη διαφόρων τμημάτων της, αλλά και η εξάλειψη πλέον της σημειολογίας που δήλωνε η κάθε φορεσιά και ο τρόπος ένδυσης στην ανάλογη κοινωνική περίσταση (αφού αυτές οι παράμετροι ατόνησαν και τελικά καταργήθηκαν με την υιοθέτηση της ευρωπαϊκής μόδας), οδηγεί μονίμως σε ''αποκριάτικα'' αποτελέσματα, ενοχλητική και ανιστόρητη κατάσταση που ο Σύλλογός μας προσπαθεί να εξαλείψει με την δημιουργία τμήματος λαογραφικού εργοχείρου τοπικών φορεσιών προκειμένου να διασωθεί η τοπική ενδυματολογική ιστορία. Επιπλέον ένας από τους καταστατικούς σκοπούς του Συλλόγου μας, σαν φορέα πολιτισμού, είναι να διατηρήσει το ντιβάνι, συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, και να το παραδώσει στις επόμενες γενιές όπως ακριβώς τελείται εκατοντάδες χρόνια. Παράλληλα στο Ντιβάνι της Αποκριάς πλέον ο επισκέπτης μπορεί να δει, την μοναδική αυτή ημέρα, όλων των ειδών τις τοπικές φορεσιές του Αυλώνα που υπήρχαν και έχουν δημιουργήσει σε πιστά αντίγραφα τα μέλη του Συλλόγου μας καθώς και όλους τους τοπικούς χορούς του Αυλώνα, ώστε η πλατεία του χωριού την ημέρα αυτή να λειτουργεί σαν ζωντανό Μουσείο της Σαλεσιώτικης λαογραφίας. Τέλος το σύνολο των Αυλωνιτών απαιτεί, επιμένει και θέλει να συνεχισθεί πάση θυσία αυτό το σπουδαίο τοπικό έθιμο και η σημειολογία του, ιερή παρακαταθήκη των προγόνων μας, ιερό μας χρέος στη μνήμη τους.
Ντιβάνι το 1931 στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας
(η φωτογραφία είναι προσφορά του Συλλόγου Νέων Παλατίων Ωρωπού)
Ο Χρήστος Ιωαν. Μπουγέσης (Κιτσο-Γιαννάτσης) παίζει πίπιζα και ο Φώτης Σιδέρης (Νταλαμάγκας) νταούλι. Φωτογραφίες από ΝΤΙΒΑΝΙ το 1938 για τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Αντωνίου.
Από τα εγκαίνια του ναού Αγίου Αντωνίου το 1938
Από τα εγκαίνια του Ναού Αγίου Αντωνίου το 1938. Σε όλα τα μεγάλα ευχάριστα για την Κοινότητα γεγονότα και γιορτές οι κάτοικοι εκφράζονταν με δημόσιο χορό στην πλατεία του Αυλώνα.
Η Λουκία Ζυγομαλά, ανάμεσα σε άλλους Αυλωνίτες, τα ''παιδιά'' της μετά την απώλεια του μοναχογιού της, παρακολουθεί το ντιβάνι που έγινε στα εγκαίνια του ναού Αγίου Αντωνίου το 1938. Tριγύρω την πλαισιώνουν Αυλωνίτες καθισμένοι έξω από τις ταβέρνες της εποχής που βρίσκονταν γύρω στην πλατεία, σύμφωνα με το έθιμο, παρακολουθώντας τον δημόσιο χορό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου