Στις 24 Νοεμβρίου 2012 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημοτικού Σχολείου η Δημοτική Βιβλιοθήκη Αυλώνα «Δημήτριος Λιάκουρης» εγκαινιάζοντας σειρά εκδηλώσεών της έκανε αφιέρωμα στον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο.
Η Υπεύθυνη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης κα Μαίρη Σαμπάνη αφού προσφώνησε όλους τους προσκεκλημένους, τον Αντιδήμαρχο Αυλώνα κο Γ.Παπαγιάννη, τον Πρόεδρο του Τοπικού Συμβουλίου κο Άρη Πάντο, τοπικούς, δημοτικούς συμβούλους κλπ αναφέρθηκε στο μεγάλο μας ποιητή, προς τιμήν του οποίου το Υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε το 2012, «Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου», με αφορμή τα 100 χρόνια απ΄ τη γέννησή του.
Σκοπός της εκδήλωσης ήταν να τιμήσει τον ποιητή που με τη ζωή και το έργο του, ανέδειξε τα Ιδανικά της Φυλής μας καθώς και να μας εισάγει στην Τέχνη της Ποίησης «μιας διαδικασίας που συντελείται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής πριν γίνει ποιητική έκφραση» όπως είπε ο ίδιος ο ποιητής, στην εφημερίδα Εξόρμηση το1981.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος επικεντρωμένος στην Ανθρώπινη Ύπαρξη, στο απερίγραπτο κάλλος της Φύσης, στην ακατάβλητη δύναμη της Αγάπης, στους ολόφωτους δρόμους της Ελπίδας και της Ειρήνης, καθώς και στο μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας δημιούργησε ένα έργο που συγκίνησε, συγκινεί και θα συγκινεί για πάντα όλη την ανθρωπότητα.
Πληρότητα και απλότητα χαρακτηρίζουν την ποίηση του Βρεττάκου. Και δεν είναι εύκολο πράγμα να γράψεις απλά. Η απλότητα προυποθέτει μια βασανιστική πορεία μέσα στον πόνο και τη σοφία του κόσμου.
Η Υπεύθυνη της Βιβλιοθήκης συνέχισε το αφιέρωμα με oπτικοακουστική παρουσίαση και σχολιασμό έργων του ποιητή.
Θεμέλιο της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου είναι η Αγάπη και η ακατάβλητη δύναμή της. Ο ίδιος ορίζει την Αγάπη στο ποίημά του «Το καθαρότερο πράγμα της Δημιουργίας»:
Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
στο σύμπαν και υπερέχουν. Το πιο καθαρό
πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως,
ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε
ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τ' άνθη. Είναι η αγάπη.
Στο ποίημα «Ειρήνη» της συλλογής «Βασιλική Δρυς» που έγραψε το 1958, δεσπόζει το σύμπαν της δημιουργίας του. Φως, Ειρήνη, Αγάπη.
Είναι σαν κλώνος μυγδαλιάς σε ποτήρι
στην καρδιά μου η αγάπη. Πέφτει πάνω της ο ήλιος
και γιομίζει πουλιά.
Το καλύτερο αηδόνι λέει τ’ όνομά σου
Στο ποίημα «Η Γλώσσα και το Προσκλητήριο», ο ποιητής προσπαθεί να γράψει ένα κάλεσμα, όπως αυτό του δημιουργού μας προς όλους μας, την Ανατολή του Ήλιου. Όπως ο Κύριος μας προσκαλεί κάθε πρωί μεγαλόπρεπα με τον Ήλιο που ανατέλλει, έτσι και ο ποιητής προσπαθεί να αποκτήσει μία επαφή με το Φώς…
…Προσπαθώ ν’ αποχτήσω
μια επαφή με το φως, μ’ αυτές τις αμέτρητες
λέξεις που λάμπουν, μια επαφή με τη γλώσσα
που θα ’γραφα ένα προσκλητήριο, σαν την
ανατολή του ήλιου: Με στίχους αχτίνες.
Με στίχους σπαθιά. Με στίχους αγάπη.
Στο ποίημα, “ Γέλιο στη μοναξιά” δονούμαστε απ’ την ένταση της προσταγής, και ανακαλύπτουμε την αγάπη στα μικρά πράγματα γύρω μας, όπως στο γέλιο:
…«Δεύτε λάβετε πάντες…»
Το γέλιο σου,
σπιθίζει στον ήλιο σαν φώσφορο αγάπης
Στο ποίημα, “Το βάθος της σταγόνας” στρέφουμε το βλέμμα προς τον Ουράνιο Πατέρα και αναρωτιόμαστε, για την απεραντοσύνη της Σοφίας του, της Αγάπης και της Δημιουργίας του:
…Κύριε,
πού τελειώνει το φως;
Πού τελειώνει η αγάπη;
Πού τελειώνουν τα χρώματα;
Στο ποίημα, “Αυτοβιογραφία” της ομότιτλης συλλογής που έγραψε το 1961, μας καλεί να συστρατευτούμε στο άστρο της Αγάπης, μ’ όλη τη Φύση στην οποία αναγνωρίζουμε το Χέρι του Θεού:
…Μαζί μ’ όλα
τα πλάσματα, λέπια, φτερά, φύλλα, χρώματα, χέρια,
σας αναπέμπω αυτό το μέγα ρήμα που ανεβάζει
τυλιγμένο με ψήγματα ήλιου ο υπόγειος
ποταμός της καρδιάς: Επιστρατέψετε την
αιωνιότητα, ανάβοντας το άστρο: «Α γ ά π η».
Κι έτσι, να ζήσουμε όλοι με την Αγάπη, να φτιάξουμε έναν Κόσμο Ιδανικό που θα βασιλεύει η Ειρήνη και η Συμπόνια. Να δουλέψουμε κάθε στιγμή κάνοντας την Αγάπη οδηγό μας.
Όμως,
δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ᾿ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θάρθει το βράδι μου. Γιατί φτάνει όπου νάναι
το βράδι μου, Κύριε, και πρέπει
νάχω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ᾿ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θάρθει το βράδι μου. Γιατί φτάνει όπου νάναι
το βράδι μου, Κύριε, και πρέπει
νάχω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
Εγώ μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την Ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου...
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την Ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου...
Να την κάνεις αγάπη
Από τις ημερολογιακές του σημειώσεις το 1962 διαβάζουμε:
Φως: η κορυφαία του χορού των λέξεων της ψυχής μου,
Που ζητούσε να συνδεθεί με τις άλλες λέξεις
Είχε μια πόρτα να σωθεί ο άνθρωπος. Την αγάπη.
Αυτή την Ωραία Πύλη
Στο ποίημα, “Η μητέρα μου στην Εκκλησία” μας δίνει όλη την Αγάπη της αθώας ψυχής:
Δεν ξέρει η μητέρα μου τι είναι ο Ήλιος
Τον φαντάζεται αγάπη που ανατέλλει από τον ουρανό
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο Μεγαλόπνοο Έργο του αναφέρεται πάντα στην Αγάπη, την λαμπρή, μεγαλόπρεπη, ατελείωτη, απλή, αγνή Αγάπη, αφού τη θεωρεί μαζί με την Ποίηση, τα δώρα του Δημιουργού προς τον ίδιο. Ακαδημαϊκοί που ανέλυσαν και έκριναν το έργο του τον θεωρούν “Ποιητή του Ήλιου και της Αγάπης”.
Γι’ αυτήν την αγάπη μιλά και στο ποίημα του “Τα 14 παιδιά” για την ψυχική δοκιμασία της δασκάλας με τους 14 μαθητές απ’ το Καλέτζι της Ηπείρου.
Η Διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου κα Έφη Κρέμου, απήγγειλε περικοπές από το ποίημα:
...Εν αρχή ην η αγάπη...» μελωδούσε γιομίζοντας
το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,
καθώς σ' έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες
πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
και στεκόντουσαν γύρω σου....
...Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ' αντίκριζες
μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπο σου.
Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή
κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,
όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.
...Τα λόγια σου βγαίνουν αργά, σα μια βρύση που στέρεψε:
το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,
καθώς σ' έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες
πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
και στεκόντουσαν γύρω σου....
...Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ' αντίκριζες
μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπο σου.
Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή
κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,
όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.
...Τα λόγια σου βγαίνουν αργά, σα μια βρύση που στέρεψε:
«Ο μέγας Αλέξανδρος... Ο μέγας Αλέξανδρος...
Ο μέγας Αλέξανδρος...».
Τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.
Τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου
- τ' άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά-
τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,
κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι,
σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,
κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τον ουρανό απ' το παράθυρο,
γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,
δεν μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.
Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,
κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας
και σκεπάζεις το πρόσωπο σου.
Ο μέγας Αλέξανδρος...».
Τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.
Τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου
- τ' άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά-
τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,
κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι,
σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,
κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τον ουρανό απ' το παράθυρο,
γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,
δεν μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.
Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,
κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας
και σκεπάζεις το πρόσωπο σου.
Στη συνέχεια η εκπαιδευτικός κα Αμαλία Νάνου αναφέρθηκε στον ποιητή και στο έργο του και η εκπαιδευτικός κυρία Φρατζέσκα Σιδέρη απήγγειλε κομμάτια από το έργο του ποιητή. Την παρουσίαση των εικόνων με αποσπάσματα από το έργο του ποιητή που προβλήθηκαν, υποστήριξε τεχνολογικά η μαθήτρια του Λυκείου Λώρα Τάσση.
«…Ο κόσμος περιμένει ένα καλό λόγο, ένα λόγο που δεν έχει κανένα είδος υποκρισίας μέσα του, κανένα είδος σκοπιμότητας, κανένα είδος ιδιοτέλειας . O λόγος είναι μια δωρεά προς τον άνθρωπο, κι ο κόσμος όλος περιμένει σήμερα μια δωρεά, περιμένει μια ζεστή φωνή να τον παρηγορήσει ,να του δώσει ελπίδα να τον βγάλει από το τέλμα του..»
Είναι ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του ποιητή που αποκαλύπτει πόσο διαχρονικές είναι οι σκέψεις του.
Σε μια σύντομη παρουσίαση του έργου του θα προσπαθήσουμε να δούμε τη συνάντηση της ποίησης με την ιστορία αυτού του τόπου γιατί έχουμε ανάγκη τις λυτρωτικές ικανότητες της τέχνης για να ξεπεράσουμε τις δυσχέρειες του παρόντος.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο σπουδαίος αυτός ποιητής συνέδεσε τη ζωή και το έργο του με τις πνευματικές, πολιτικές και κοινωνικές αναζητήσεις του ελληνισμού κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η προσέγγιση του έργου του μπορεί να δώσει ψυχική δύναμη για την αντιμετώπιση των χαλεπών καιρών που διανύουμε.
Ο Ν.Βρεττάκος αποκαλείται από τον V.Rotollo σύγχρονος <<κλασσικός>> ποιητής γιατί έχει κάτι το μοναδικό είναι δεμένος με τις ρίζες του αλλά ταυτόχρονα εμφορείται από αληθινό οικουμενικό πνεύμα διαλόγου με όλους τους ανθρώπους του κόσμου.
Ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται εύκολα αν σκεφτούμε σε πόσα ποιήματα αναφέρεται στον Ταϋγετο, στην Πλούμιτσα, τον τόπο καταγωγής του. Στο ποίημα ''της Σπάρτης οι πορτοκαλιές'' αποδιδει θαυμάσια το δέσιμο με τον τόπο και τη μάνα.
Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι ,λουλούδια του έρωτα
Άσπρισαν απ` τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
Γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου
Κάθονταν κάτω απ το φεγγάρι και με νοιάζονταν
Κάθονταν κάτω απ το φεγγάρι και με μάλωνε
Χτες σ` έλουσα, χτες άλλαξα που γύριζες
Ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
και νεραντζάνθια
Ο ποιητής νοιάζονταν για όλους τους ανθρώπους της γης και έγραφε σαν να μιλάει εκ μέρους τους στις ταραγμένες εποχές που έζησε (Β' Παγκόσμιος πόλεμος)
Στο ποίημα ''γράμμα στον Οπενχάϊμερ'' έχει ένα διάλογο με τον εφευρέτη της ατομικής βόμβας, Παρουσιάζει τις συγκλονιστικές κραυγές της ανθρωπότητας κατά του πυρηνικού ολέθρου και μιλά για τις χιλιάδες των ανθρώπων που χάθηκαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Γράμμα στον Οπενχάιμερ
Ο πόνος ξεχείλισε !
Τα σκέπασεν όλα !
Οι μύθοι βουλιάξανε !
Τα πράγματα έχουν τη δική τους φωνή !
Οι ποιητές παραμίκρυναν.
Είμαι ένας δραπέτης απ' όλα τα βασίλεια της γης.
΄Εχω μέσα μου την πατρίδα μου. Κι έχω μες στην καρδιά μου
τους ανθρώπους απ' όλα τα έθνη της γης. Σας τους έφερα !
τους ανθρώπους απ' όλα τα έθνη της γης. Σας τους έφερα !
Εγώ σας τους έφερα, φίλε Οπενχάιμερ !
Τα χρόνια του πολέμου του ΄40 σημαδεύουν την εξέλιξη του ποιητή. Η συμμετοχή του στο αλβανικό μέτωπο δεν είναι μόνο εκπλήρωση καθήκοντος, είναι σχολείο ανθρωπιάς. Ο ποιητής υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου αλλά έγραψε για την ειρήνη. Τα φιλειρηνικά του αισθήματα παρουσιάζονται ανάγλυφα στο ποίημα:
Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει
στο αλβανικό μέτωπο
στο αλβανικό μέτωπο
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
Το ότι πέθαναν δε σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί
Με τις λύπες τους ,με τα δάκρυα, με τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δε γυρίσω, ας είστε καλά,
Σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(σαν ήμουνα μικρός καθρεπτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
Δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο)
Ακολουθούν τα χρόνια της κατοχής, με τις στερήσεις και τις θυσίες, τα χρόνια της αντίστασης, της φρίκης του εμφυλίου. Ο ποιητής βρίσκει καταφύγιο στην ποίηση για τις δύσκολες ώρες των συγκρούσεων και καταφέρνει να μετατρέψει τις αντιξοότητες σε ελπιδοφόρα μηνύματα.
Το παιδί με τη φυσαρμόνικα είναι ένα ποίημα αφιερωμένο στην αντίσταση:
Θα βγω στον κάμπο να μαζέψω
τα πεσμένα φύλλα του ήλιου,
να πλάσω τις ακτίδες του -τούτο το καλοκαίρι-,
να πλάσω τις ακτίδες του σε φύλλα για να γράψω
τον ουρανό και το τραγούδι σου, Ελληνόπουλο!
Γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει το αίμα μου!
Γιατί τα δάκρυα μου δε φτάνουνε να πλάσω τον πηλό μου!
τα πεσμένα φύλλα του ήλιου,
να πλάσω τις ακτίδες του -τούτο το καλοκαίρι-,
να πλάσω τις ακτίδες του σε φύλλα για να γράψω
τον ουρανό και το τραγούδι σου, Ελληνόπουλο!
Γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει το αίμα μου!
Γιατί τα δάκρυα μου δε φτάνουνε να πλάσω τον πηλό μου!
Τι να το κάνω το σπίτι μου; Έξω σε τραγουδάνε!
Έξω μιλούν για σένανε! Δε μου φτάνει η φωνή μου!
Θα τρέξω εκεί που σ' άκουσα να λες "Όχι" στο θάνατο.
Θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας αντίθετα
στ' αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή
και στο γλυκό ψωμί της γης! Αντίθετα
στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα!
Έξω μιλούν για σένανε! Δε μου φτάνει η φωνή μου!
Θα τρέξω εκεί που σ' άκουσα να λες "Όχι" στο θάνατο.
Θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας αντίθετα
στ' αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή
και στο γλυκό ψωμί της γης! Αντίθετα
στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα!
Γράφει με τρυφερότητα και οδύνη για τα δύσκολα χρόνια της πατρίδας του. Αποδίδει το δεσμό με τη χώρα του σε ένα πλασματικό επιτύμβιο επίγραμμα με τον τίτλο "Σημείωσε":
Αφημένο το χέρι σου πάνω στην πέτρα ακούει το νερό
Το πρόσωπο σου εσκέφτεται , σκέφτομαι τη μοίρα του κόσμου
Γεννήθηκα φώτα γιομάτος
Η Ελλάδα και η τύχη της με γιόμισαν δάκρια
Αν επιζήσεις σημείωσε πάνω στην πέτρα μου
Το επίγραμμα αυτό με το χέρι σου που ακούει το νερό
Τη ζωή του σεβάστηκαν, στα νιάτα του η φτώχεια ,
στα βουνά οι κεραυνοί, στον πόλεμο οι σφαίρες
Η αγάπη του για την Ελλάδα τον σκότωσε
Αυτός ο άνθρωπος ο τόσο ριζωμένος στο χώμα το ελληνικό το 1967 αποφασίζει και αυτοεξορίζεται στο Τρόγγεν της Ελβετίας. Στο ποίημα του «αποχαιρετισμός στον ελληνικό ήλιο» από τον πρώτο στίχο «της πατρίδας μου Ήλιε καθαρέ» βλέπουμε να συνδέει τα δυο στοιχεία σε αδιάσπαστη ενότητα, οι δυο αξίες (Ήλιος-Ελλάδα) ήταν ιδανικά σύμβολα της ζωής του. Η πίστη του ποιητή σε αυτά διατρέχει το ποίημα. Η θλίψη της αυτοεξορίας διοχετεύεται σε δημιουργική δράση γράφει για όλα όσα του λείπουν και όσα νοσταλγεί χωρίς να αφήνει την ελπίδα:
Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου
...Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην τους πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια που πέρασα.
Και τις κορφές που πάτησα.
Και τα άστραπου είδα.
Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια που πέρασα.
Και τις κορφές που πάτησα.
Και τα άστραπου είδα.
Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
Το 1970 εγκαθίσταται στο Παλέρμο της Σικελιας. Είναι τόσο συγκινημένος γιατί θα ξαναβλέπει τη Μεσόγειο.
Ταξίδι στη Σικελία
Σε λίγο θα μπορώ να βλέπομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τη θάλασσα
Σα μια αναγνώριση έπειτα από μια μακριά απουσία
Ενώ πέρα εκεί στην απέναντι όχθη της θα γνωρίζω πως βρίσκεται η πατρίδα μου αλλά ούτε τα φώτα της θα διακρίνονται
Ούτε ο καπνός των σπιτιών της
Μονάχα που κοιτώντας την κίνηση των νερών της θα νομίζω ότι βλέπω την κίνηση της καρδιάς της τουλάχιστον
Το μεγαλόπνοο και πολυσύνθετο δημιούργημα του «H λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη » παρουσιάζεται το 1981.
Με αυτό έχουμε μια λυρική και δραματική αναπαράσταση σημαντικών σταθμών της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.
Το 1987 στην αντιφώνηση του στην Ακαδημία Αθηνών που είχε τίτλο «εμείς και ο κόσμος» έγραφε «...υποχρέωση έχουν όσοι γεννηθήκαν στο φιλόξενο τόπο που λέγεται Ελλάδα να εξοφλήσουν το χρέος της φιλοξενίας του…»
Και τελείωσε την αντιφώνησή του απαγγέλλοντας μια περικοπή από τη «λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη:
«..Είναι εύνοια θεία να γεννιέται κανείς, έστω κι ως ένας θάμνος στο χώμα σου….
Κ` είναι λόγος ο ήλιος σου και οι συρμές των νερών και του αέρος το πνόισμα στις ελιές,είναι λόγος…
..Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη ,αλλά λόγος
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως..»
Τελειώνοντας, ο Τάσος Βουρνάς γράφει για τον ποιητή κ το έργο του:
«Η ποίηση του Βρεττάκου είναι μια ανθρωποκεντρική δημιουργία που έταξε σαν προορισμό της να σώσει ό,τι καλύτερο διαθέτει ο πολιτισμός του τόπου μας, μια λυρική κραυγή για τον άνθρωπο και το βαθύτερο χρέος του πάνω στη γη»
Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος, η χορωδία του Συλλόγου μας παρουσίασε δύο μελοποιημένα ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου.
“Το τριαντάφυλλο” από τη ποιητική συλλογή “Το Βάθος του Κόσμου”, μελοποιημένο από την Πηγή Λικούδη που είναι το τραγούδι του ερωτευμένου, που σαν πολύτιμο τριαντάφυλλο, περιφέρει τον έρωτά του και δε ξέρει που να τον αποθέσει.
“Τ’ όνομά σου: πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια μεσούρανα” από το εκπληκτικό ποίημα “Μεγαλυνάρι”. Ο τίτλος του ποιήματος είναι εκκλησιαστικός όρος, που αποδίδει τους ύμνους προς την Παναγία, το Χριστό και τους Αγίους. Έτσι και εδώ το ποίημα είναι ένας ύμνος αγαπημένου προσώπου, με εκπληκτικές εικόνες έντονης φυσικής παρουσίας που μελοποιήθηκε μοναδικά απ’ την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου.
Ακολούθησε προβολή οπτικοασκουστικού δρώμενου το οποίο παρουσίασε ο εικαστικός καλλιτέχνης Σαράντος Σακελλάκος εμπνευσμένος από το έργο του ποιητή «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη».
Ο λόγος του ποιητή μέσα από τις φωνές των ηθοποιών Εύας Κοταμανίδου και Χρήστου Γιαννιώτη, μεστός, λυρικός και συγκλονιστικός ξεχύθηκε στην αίθουσα μαζί με τις θαυμάσιες εικόνες, διατρέχοντας όλη την Ελλάδα από τη γέννησή της μέχρι το σήμερα, καταλυτικός, σύγχρονος καταγγελτικός αλλά και ελπιδοφόρος.
Αποσπάσματα που ακούστηκαν από το έργο του ποιητή είναι τα παρακάτω:
...Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος. Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως
Περικλείνεται μες στα τρία φωνήεντα και τα τρία σου σύμφωνα των βιβλίων η βίβλος.
Κ’ ενανθρωπίστη στις τρις συλλαβές σου το φως...
...Τα παιδιά σου γεννιόντουσαν ντυμένα και φαγωμένα
Και πολλά τους γεννιόντουσαν κι εγγράμματα μάλιστα.
Τα περισσότερα όμως, μην έχοντας τρόπο να πράξουν αλλιώς, τι κρατούσαν αδιάκοπα στο δεξί τους τα άρματα, τις τραγούδαγαν τις γραφές τους, κρεμώντας τις μελωδίες τους στα κράκουρα και στα δέντρα.
Άλλωστε, το ένα μολύβι και το ένα χαρτί που υπάρχαν στο Έθνος, τα είχε πάρει ο Μακρυγιάννης.
Κ’ έβαζε πάνω τους σκοπιές ο Θεός τους νοήμονες αρχαγγέλους του,
Να του αντιγράφουνε τα τραγούδια τους, για να παίρνει αναφορά:
τι μπορεί να βαστάξει στον κόσμο ένας άνθρωπος ή ένα έθνος
τι μπορεί να βαστάξει στον κόσμο ένας άνθρωπος ή ένα έθνος
…Όταν νέφη απειλούν ν' αποκλείσουν τον κόσμο κι άλλο δεν έχουμε..
Όταν πάνω μας άνεμοι ισχυροί παρασύροντας μεταθέτουν την Άρκτο..
Όταν νιώθουμε μόνοι στο μέσο μιας έρημου δίχως σημεία κι άλλο δεν βλέπουμε, κατά σένα γυρίζουμε το κεφάλι μας.
Και σε βλέπουμε σε ώρες μεγάλου φωτός..
Που κι οι πέτρες σου ακόμα ντύνονταν δόξα..
Κι ως να ήτανε σώματα μικρά και μεγάλα που σηκώνονταν όρθια, ηλίου χιτώνες σάλευαν πάνω τους ....
Και λαμπρύνονταν τα βουνά ...
…Οι θεοί καθαρίζοντας τη γη σου, λησμόνησαν να ξεριζώσουν το κώνειο και να σύρουν έξω στο «πυρ το εξώτερον» τον Ιούδα τον δόλιο, που είχε την κρύπτη του πλάϊ στις Κερκόπορτες…
...Απολιόρκητη όταν πολιορκείσαι και όταν συλλαμβαίνεσαι ασύλληπτη κι όταν κουστωδίες σε πάνε και σε φέρνουνε στα πραιτώρια κι όταν δένεσαι πάνω σε πασσάλους και μαστιγώνεσαι κι όταν δένεσαι πίσω από άλογα κι άρματα και σέρνεσαι βάφοντας κόκκινη την οδό προς τον άδη...
Κι όταν ενταφιάζεσαι, δεν μένεις εκεί, παρά μόνο για μια ή για δύο, το πολύ για τέσσερις νύχτες οπότε "όρθρου βαθέος" γιομίζεις το φως με πίδακες της Ανάστασης!...
Στο τέλος του οπτικοακουστικού δρώμενου ακούγεται η απαγγελία του ποιητή
Εγώ, ο σε λίγο απερχόμενος,
ο βαθιά ευτυχής,
ο τιμημένος εγώ να είμαι απ' το χώμα σου,
δεν «επέμφθην ειπείν ουρανόθεν το χαίρε».
δεν «επέμφθην ειπείν ουρανόθεν το χαίρε».
Ανεβαίνω απ' τα σπλάχνα σου
κ' επιστρέφω στα σπλάχνα σου.
κ' επιστρέφω στα σπλάχνα σου.
Στις ρυτίδες μου ρέουν φως απ' το φως σου
και θλίψη απ' τη θλίψη σου.
και θλίψη απ' τη θλίψη σου.
Δεν γνωρίζω αν με όσα είπα
το χρέος εξοφλώ της φιλοξενίας σου.
το χρέος εξοφλώ της φιλοξενίας σου.
Ούτε αν με ήλιον έχω ανταποκριθεί
στο ήλιον πνεύμα σου.
στο ήλιον πνεύμα σου.
Γιατί είναι εδώ που ανάπνεα τον αέρα σου
κι όλο το σώμα μου έφεγγε.
Άκουσα μέσα μου την ψυχή μου που συνομιλούσε μαζί του
και την ανακάλυψα.
κι όλο το σώμα μου έφεγγε.
Άκουσα μέσα μου την ψυχή μου που συνομιλούσε μαζί του
και την ανακάλυψα.
Γιατί είναι εδώ που πίνοντας το νερό σου
το έκαμα αιώνιο πόσιμο.
το έκαμα αιώνιο πόσιμο.
Κ' εδώ που έστρεψε ο ήλιος μια δέσμη του αείροη στην καρδιά μου,
και τα δύο τους κέντρα συνδέθηκαν μόνιμα.
και τα δύο τους κέντρα συνδέθηκαν μόνιμα.
Κι από κει ακοντίστηκε σε όλο το σώμα μου ανοίγοντας και νέα φλεβίδια,
εκεί που η Γένεση δεν είχε προβλέψει.
Στα μαλλιά και στα κόκαλα.
εκεί που η Γένεση δεν είχε προβλέψει.
Στα μαλλιά και στα κόκαλα.
Κ' η ψυχή μου ολόκληρη έγινε ηλιόστικτη.
Κ' ήπια απ' τα' αμπέλι σου που σκαλώνει στον ουρανό·
και κρεβατώνει στο φως απάνω απ' τη θάλασσα.
Κ' ήπια απ' τα' αμπέλι σου που σκαλώνει στον ουρανό·
και κρεβατώνει στο φως απάνω απ' τη θάλασσα.
Κι όταν στο στόμα μου έφερνα το σταφύλι, το μούρο ή το ροδάκινο,
ένιωθα ως να με θήλαζες.
ένιωθα ως να με θήλαζες.
Και ο λόγος σου ο άφατος,
με δίδαξε το άπαντο.
με δίδαξε το άπαντο.
Πληρώθηκαν σοφίας η ακοή
και σοφίας το βλέμμα μου.
και σοφίας το βλέμμα μου.
Έτσι που όταν έλεγα «Ήλιος» ή «Φως» ή «Θεός»
να ξέρω τι λέω.
να ξέρω τι λέω.
Γιατί εσύ την αγία δωρεά της αγάπης τοποθέτησες μέσα μου,
καμωμένη απ' αληθανθούς.
καμωμένη απ' αληθανθούς.
Κ' είναι μ' αυτούς που έχω πλέξει αυτό
το σαν έναν μικρό κύκλο ήλιου στεφάνι σου, σήμερα.
το σαν έναν μικρό κύκλο ήλιου στεφάνι σου, σήμερα.
Και τώρα, ιδού
με το ίδιο αυτό χέρι που έγραφε τους ύμνους στο φως,
παίρνω χώμα απ' το χώμα σου.
με το ίδιο αυτό χέρι που έγραφε τους ύμνους στο φως,
παίρνω χώμα απ' το χώμα σου.
Σε φιλώ και σου εύχομαι,
Ζωή εσαεί, Φως εσαεί, Λόγο εσαεί,
Ζωή εσαεί, Φως εσαεί, Λόγο εσαεί,
εγώ
Ο τρισχιλιομυριοστός σου μικρός υιός
Ο τρισχιλιομυριοστός σου μικρός υιός
Νικηφόρος
Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης λειτούργησε και λειτουργεί στον προθάλαμο της αίθουσας εκδηλώσεων του Δημοτικού Σχολείου η έκθεση φωτογραφίας του Δήμου Ωρωπού η οποία μεταφέρθηκε με επιμέλεια του Αντιδημάρχου κου Γ.Παπαγιάννη και θα είναι επισκέψιμη στο κοινό και στα σχολεία του Αυλώνα για μιά περίπου εβδομάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου