Στα πλαίσια της παγκόσμιας Ημέρας Μουσείων, ο Σύλλογός μας σε συνεργασία με την Δημοτική Κοινότητα Αυλώνα, τίμησε τον εορτασμό με μιά δραματοποιημένη αναφορά στο Μουσείο Ζυγομαλά. Ο λόγος πλέχτηκε με την εικόνα, η μουσική με τον χορό και μέσα από όλα αυτά, το βράδυ της Παρασκευής 25 Μαϊου 2012 ξεδιπλώθηκε στην κατάμεστη αυλή του Μουσείου, η ιστορία μιάς οικογένειας και ενός Μουσείου που στα σπλάχνα του διατηρεί ένα σημαντικό κομμάτι της Ελληνικής Ιστορίας και Τέχνης. Η φροντισμένη αυλή του γεμάτη λουλούδια και πανύψηλα δέντρα δέχτηκε φιλόξενα τους κατοίκους του Αυλώνα και τους επισκέπτες που έφτασαν από όλη την Ελλάδα. Σύνδεσμοι Ηπειρωτών, Σωματεία, εκκλησιαστικές και κοσμικές αρχές και φορείς παρακολούθησαν ευλαβικά μιά ολόκληρη ιστορία που άρχισε με ζωή, πέρασε από το θάνατο και ολοκληρώθηκε με την Τέχνη.
Oι αφηγητές διηγήθηκαν την παρακάτω ιστορία για τις ψυχές των Αντωνίου, Λουκίας και Ανδρέου:
Στον Αυλώνα Αττικής, το παλιό Σάλεσι, βρίσκεται ένα σπίτι τριγυρισμένο από πεύκα και κυπαρίσσια. Είναι κλειστό, με καγκελόφρακτα παράθυρα, απομονωμένο από τον έξω κόσμο. Αυτό το σπίτι το τόσο διαφορετικό, τόσο παράξενα μελαγχολικό και σιωπηλό μέσα στη ζωή του Αυλώνα που σφύζει από τις καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων, είναι ό,τι έχει απομείνει από μια παλιά ιστορία. Μια ιστορία προσφοράς αλλά και πόνου που συζητήθηκε, συγκίνησε και τελικά ξεχάστηκε ανάμεσα στις ρομαντικές ιστορίες της προπολεμικής Αθήνας.
Το Ίδρυμα ''Μουσείο Ζυγομαλά'' σήμερα ανήκει με κληροδότημα στο Δημοτικό Σχολείο Αυλώνα ενώ το Υπουργείο Πολιτισμού έχει επίβλεψη σύμφωνα με την διαθήκη της δωρήτριας. Η πρόθεση της δωρήτριας του, Λουκίας Ζυγομαλά, ήταν να γίνει ένα υποδειγματικό Μουσείο της Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Τα λαϊκά μοτίβα που η Λουκία Ζυγομαλά είχε βρεί και αλάθητα εκτιμήσει μέσα στα σπίτια των χωριών της ΑττικοΒοιωτίας, μοναδικά στολίδια ιστορικής καλαισθησίας, συναγωνίζονται σε ομορφιά νεώτερες χειροτεχνικές εργασίες. Σχέδια δηλαδή της παράδοσης, κεντημένα πάνω σε υφαντά, τραπεζομάντηλα, κουρτίνες, μαξιλάρια, ταπετσαρίες επίπλων, εργασίες των κοριτσιών της Αττικής που φοιτούσαν στις 17 Σχολές Κεντητικής που είχε ιδρύσει η Λουκία Ζυγομαλά από το Κορωπί έως τον Ωρωπό και από την Αυλίδα έως το Μαρκόπουλο.
Αλλά την ιστορία του μικρού αυτού Μουσείου δεν μπορεί να την καταλάβει κανείς αν δεν μάθει την ιστορία της οικογένειας με την οποία συνδέεται.
Δύο νέοι από παλαιές αρχοντικές οικογένειες, το 1888, ο Αντώνιος Ζυγομαλάς, απόγονος του Καγκελαρίου των Ντε λα Ρος, Μιχαήλ Ζυγομαλά (1281) και η Λουκία Μπαλάνου, κόρη γνωστής Βορειοηπειρωτικής οικογένειας των Ιωαννίνων, παντρεύονται στην Αθήνα. Η νέα κοσμική και ωραία Λουκία ξεχωρίζει στην Αυλή του βασιλέως Γεωργίου του Α΄ και μάλιστα είναι αυτή η οποία, στο μεγάλο χορό της Πρωτοχρονιάς, κάνει τους Ελληνικούς χορούς να θαυμάζονται πιο πολύ από τα ξενόφερτα βαλς και πόλκες, στην κατάφωτη αίθουσα εσπερίδων των παλαιών ανακτόρων. Το 1890 το ζευγάρι αποκτά το πρώτο και μοναδικό τους παιδί. Είναι ένα δυνατό, ξανθό αγόρι που το ονομάζουν Ανδρέα, όπως τον παπού του, τον μεγάλο Αγωνιστή της Επανάστασης της Χίου το 1822. Την ίδια σχεδόν εποχή, η πολιτική γίνεται το κέντρο του ενδιαφέροντος του νέου σπιτικού. Μία πολιτική όμως που στηρίζεται στην πραγματική αγάπη για τον τόπο και είναι βαθειά ποτισμένη με νέες ιδέες, γεμάτες αγάπη και ενδιαφέρον για τον Ελληνικό λαό.
Στα 40 χρόνια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο Αντώνιος Ζυγομαλάς, είχε επανειλλημένως εκλεγεί Βουλευτής ΑττικοΒοιωτίας και είχε χρηματίσει Υπουργός Παιδείας, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών. Είχε την φήμη τίμιου και προοδευτικού ανθρώπου και του ειλικρινούς συμπαραστάτη του λαού. Στον Αντώνιο Ζυγομαλά, οφείλεται ο νόμος, με τον οποίο παρέχεται δωρεάν πρωτοβάθμια εκπαίδευση στα Ελληνόπουλα όπως και οι πρώτοι νόμοι για την αυστηρή δίωξη της αρχαιοκαπηλείας. Απ΄όλες όμως τις προσπάθειές του, εκείνη που κατέπληξε την κοινή γνώμη-συνηθισμένη να οδηγείται στην πλειοψηφία της από το «μη θίγε τα κακώς κείμενα»-ήταν αυτή που έγινε γνωστή το 1895. Τότε ήταν που ο Ζυγομαλάς άρχισε μια αληθινή σταυροφορία για την απαλλοτρίωση των κτημάτων της Αττικής που ανήκαν ακόμη στους μεγαλοτσιφλικάδες με κεντρική ιδέα την φράση «Η γη ανήκει σ΄αυτούς που την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους».
Ζητούσε να μοιραστούν τα κτήματα στους χωρικούς των χωριών Αυλώνας, Ασπροχώρι (Μπούγα), Μήλεσι, Μαρκόπουλο Ωρωπού, Βαθύ Αυλίδος κλπ, προέτρεψε τους Σαρακατσάνους της Πάρνηθας να εγκατασταθούν στον Αυλώνα που έχει τεράστια εδαφική έκταση κλπ. Όταν ο αγώνας έφτασε στο τέρμα του για τους κατοίκους του Αυλώνα, η υλική πραγματικότητα ωρθώθηκε μπροστά στους ενδιαφερόμενους γεωργούς και στον υπερασπιστή τους. Για την εξαγορά του κτήματος από τους Αυλωνίτες, υπολειπόταν να καταβληθεί στον μεγαλοτσιφλικά Συγγρό ποσόν 200.000 περίπου δραχμών της εποχής. Οι Αυλωνίτες βυθίζονται στην απελπισία ώσπου την λύση την δίνει, με γενναιοψυχία ο Αντώνιος Ζυγομαλάς. Υποθηκεύει το μεγάλο αρχοντικό-προίκα της γυναίκας του, στην οδό Σταδίου και Εμμανουήλ Μπενάκη, και πληρώνει αυτός το ποσόν. Τώρα ο κάθε Αυλωνίτης έχει το δικό του κλήρο κι ο μόχθος στην όμορφη γη του Αυλώνα έχει γίνει ελαφρότερος με τη μεγάλη χαρά της ιδιοκτησίας. Την είδηση της μεγάλης ευεργεσίας οι Αυλωνίτες την υποδέχτηκαν με χορούς και τραγούδια στην σημερινή πλατεία Ζυγομαλά.
To προικώο ακίνητο της Λουκίας Ζυγομαλά, το γέγος Μπαλάνου, επί των οδών Εμ. Μπενάκη και Σταδίου στην Αθήνα. Κτίσθηκε το 1872 και σήμερα έχει κατεδαφιστεί. Με την υποθήκευσή του από τον Αντώνιο Ζυγομαλά. αποπληρώθηκε το χρέος του κτήματος του Αυλώνα προς τον Συγγρό. Την φωτογραφία παραχώρησε η κυρία Δέσποινα Δρεπανιά από την Αθήνα.
Ο ενθουσιασμός που πνέει στον Ελληνικό χώρο αυτό τον καιρό, στέλνει στις πρώτες γραμμές της μάχης το βλαστάρι της οικογένειας Ζυγομαλά. Ο Ανδρέας, αφού χρημάτισε διαγγελέας του Γάλλου διοργανωτή του Ελληνικού Στρατού, στραγηγού Εϋντού, βρίσκεται έξω από το Μπιζάνι. Τα γράμματα που στέλνει στους γονείς του είναι ολόκληρη η ιστορία του εθνικού ενθουσιασμού που εκείνη την εποχή έχτιζε τα όνειρα της απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελληνικών εδαφών. Μέσα από τις γραμμές τους, τις σχεδόν παιδικές, μπορεί κανείς ακόμη και σήμερα να παρακολουθήσει το πέταγμα της Ελληνικής νίκης από τόπο σε τόπο και να συμμερισθεί τις συγκινήσεις της μάχης.
Χάνι Εμίν Αγά, 9 Δεκεμβρίου 1912
Αγαπητοί μου γονείς
Είμαι καλά. Προχωρούμεν βραδύτατα, αλά αρκετά ασφαλώς. Μέρα νύχτα δεν μπορεί κανείς να κοιμηθεί. Οι Τούρκοι δεν εννοούν να καθήσουν ήσυχοι ούτε μιά στιγμή. Σήμερα η Μεραρχία κάνει επίθεσιν. Εάν επιτύχει τότε είμεθα καλά. Ο υιός του στρατηγού Καλλάρη εφονεύθη. Ο πατέρας του, χωρίς να δακρύσει τον εφίλησε και κατόπιν διηύθυνε την μάχην. Το βράδυ έκλαψε το παιδί του.
Σας φιλώ Ανδρέας
Φιλιππιάς, Χριστούγεννα 1912
Αγαπημένοι μου γονείς, χρόνια πολλά.
Από μακρυά. Από την νέαν Μεγάλη Ελλάδα σας στέλνω την πατροπαράδοτον ευχήν. Χριστούγεννα με ή μάλλον χωρίς κουραμάνα. Χριστούγεννα με συντροφιά πτώματα αντί συγγενών. Αλλά παρά ταύτα τα φετεινά Χριστούγεννα είναι τα ωραιότερα που ηδύνατο να φαντασθεί ο κάθε Έλλην. Είναι τα Χριστούγεννα, τα οποία τόσον καιρόν περιμέναμε. Όλοι αφήνουν τα σπίτια των, τους πατεράδες των, τις μανάδες των, τους συζύγους, τα παιδιά των, δια την μεγάλη και ωραία μας μητέρα, την Ελλάδα. Αντί στο σαχλό και ψεύτικο Χριστουγεννιάτικο δένδρο με τα διαφόρους αηδίας και το οποίον μόνο οι πλούσιοι απολαμβάνουν, όλοι ανεξαιρέτως, όλοι οι Έλληνες είναι σήμερα και εορτάζουν πάνω από τα υψηλά δένδρα της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Και αντί να δέχωνται δώρα, προσφέρουν δώρα εις την Πατρίδα το αίμα των, την ευτυχία των δικών των, το ψωμί των παιδιών των. Τι ωραιότερον;
Χρυσά Χριστούγεννα: Eλεύθερα Χριστούγεννα του 1912! Εύχομαι σε όλους εκεί κάτω χρόνια πολλά και ευτυχισμένα και καλή αντάμωσι…
Σας φιλώ Ανδρέας
Ιωάννινα, Φεβρουάριος 1913
Πολυαγαπημένοι μου γονείς
Τέλος πάντων δύναμαι να σας γράψω από τα Ιωάννινα. Ήλθον, είδον, απέρχομαι. Επήρα τα χαλινά του Φουάτ πασά, μίαν σέλλα, το σήμα του Τουρκικού επιτελείου, τα έγγραφά του, ένα μάουζερ κλπ. Τώρα, ανήκω εις το επιτελείον της 8ης Μεραρχίας, η οποία βαδίζει προς Αργυρόκαστρον. Με εζήτησαν όλοι οι αξιωματικοί. Έστειλαν όλοι σημειώσεις εις το Γενικόν Στρατηγείον για εμένα και με πήραν. Θα μπω στο Αργυρόκαστρο καβάλλα σε αραβικό άλογο με τα ωραία χαλινά και την σέλλα. Είμαι ευτυχέστατος.
Σας φιλώ πολύ πολύ Ανδρέας.
Ο Ανδρέας Ζυγομαλάς φθάνει στη Βόρειο Ήπειρο, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του. Βρίσκεται αρκετό καιρό στο Αργυρόκαστρο με την 8η Μεραρχία. Μαθαίνει όμως πως στο Παγγαίον άρχισε η σύγκρουση με τους Βουλγάρους. Γράφει στους γονείς του και ζητάει να ασκήσουν πίεση να επανέλθει στο παληό του Σύνταγμα την 2η Μεραρχία, στο μέτωπο. «Εάν μέχρι τις 2 Ιουνίου δεν έλθη τηλεγράφημα, περί επανόδου του λοχίου Ζυγομαλά εις το Σώμα του. ο λοχίας Ζυγομαλάς θα λιποτακτήσει, θα πάη στο Σώμα του και δεν θα τιμωρηθή…»
Νέρζι (παρά το Δεμίρ-Ισάρ) 24 Ιουνίου 1913
Νικώμεν κατά κράτος. Οι Βούλγαροι φεύγουν. Ο Στρατός μας είναι ο πρώτος του κόσμου. Η μάχη του Κιλκίς σβήνει..Οι φαντάροι επερνούσαν επί τριών αλλεπάλληλων σειρών πτωμάτων. Το πυροβολικόν εθαυματούργησε. Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός!
Σας φιλώ Ανδρέας
Κάτω Τζουμαγιά 6 Αυγούστου 1913
Αγαπητοί μου γονείς
Πάει κι αυτό. Ετελείωσε και ο Βουλγαρικός πόλεμος όπως ετελείωσε και ο Τουρκικός και όπως θα τελειώση κάθε πόλεμος, τον οποίο θα αναλάβη η Ελλάς. Δηλαδή με την νίκην. Αν μου ήτο δυνατόν να θυμηθώ τα ατελείωτα επεισόδια, δια να σας γράψω…
Στην μάχη του Ναλμπάν-Κίοϊ ήμουν σύνδεσμος του Πυροβολικού με το Πεζικόν. Ήμουν κοντά με τον μακαρίτην συνταγματάρχην Διαλέττην, Διοικητήν του 1ου Συντάγματος Πεζικού. Η μάχη ή μάλλον τα προκαταρκτικά της μάχης είχαν αρχίσει και οι πρώτοι τραυματίαι είχον αρχίσει να περνούν. Μεταξύ αυτών ήτο και ένα παιδάκι 19-20 ετών αμούστακο, ξανθό, βαρειά πληγωμένο στο στήθος. Το μετέφεραν 4 τραυματιοφορείς. Είναι πολύ συγκινητικό να παρακολουθεί κανείς με τι στοργήν οι παλαίμαχοι αυτοί των δύο πολέμων φέρονται προς τους νεωστί ελθόντας κληρωτούς του 1913. Επερπατούσαν σιγά-σιγά, με χίλιες δύο προφυλάξεις, να μην κουνήσουν το παιδί. Ο νεοσύλλεκτος όμως εψυχορράγει. Τα μάτια του είχαν ασπρίσει, το χρώμα του χάρου είχε κιτρινίσει το πρόσωπόν του και εφαίνετο ότι ήτο έτοιμος να παραδώση την ψυχούλαν του εις τον Θεόν. Οι τραυματιοφορείς το κατάλαβαν και ακούμπησαν το φορείο στη γη που πριν ένα τέταρτο της ώρας ήτο βουλγάρικη. Ο μικρός άνοιξε τα μάτια του και εφαίνετο ότι κάτι ήθελε να πη. Ο ταγματάρχης Διαλέττης πλησίασε το φορείο «Θέλεις να πης τίποτα παιδί μου;». «Πεθαίνω, κύριε Ταγματάρχα». «Μη φοβάσαι, παιδί μου, θα γειάνης». «Μη με παρηγορής, κύριε Διοικητά», λέγει με φωνή η οποία διαρκώς καθίστατο πλέον ακατάληπτος, ο τραυματίας. «Θα πεθάνω. Έχω μάνα, αδελφάδες, αλλά δεν λυπούμαι. Πεθαίνω για την Ελλάδα»
Σας φιλώ Ανδρέας
Αυτές οι σκηνές της μάχης έχουν κάνει τον νεαρό Ζυγομαλά άλλο άνθρωπο. Κι όταν ο πόλεμοι του 1912-13 τελειώνουν αποφασίζει να γυρίσει στην Αθήνα. Ακολουθεί τους Ηπειρώτες πατριώτες που με τον Χρ. Ζωγράφο συνεχίζουν τις μάχες για να ελευθερώσουν και την Βόρειο Ήπειρο. Κι όχι μόνον αυτό. Ο Ανδρέας Ζυγομαλάς ζητάει στον πατέρα του τώρα να καταρτίση δικό του σώμα.
Μονή Τσέπου 9 Μαίου 1914
Είμαι λαμπρά. Θα σου ζητήσω δια πρώτην φορά μία μεγάλην χάριν. Είμαι δε τελείως βέβαιος ότι δεν θα μου την αρνηθής. Ανέλαβον την υποχρέωσιν να καταρτίσω σώμα εκ 300 τουλάχιστον άνδρών εκ των περιχώρων των Αθηνών. Οι άνδρες ούτοι είναι απολύτως αναγκαίοι δια τον αγώνα και θέλουν τεθή υπό τας αμέσους διαταγάς μου. Ο μόνος τρόπος να έλθουν ενταύθα είναι να τους μαζεύσης συ ο ίδιος και να τους φέρης μόνος σου εις Αγίους Σαράντα, οπόθεν θα τους παραλάβω. Είναι αδύνατον να έλθω εις Αθήνας, διότι έχω τον 3ονΛόχον του Συντάγματος Δελβίνου και δεν δύναμαι να τον αφήσω. Αναμένω απάντησιν ή μάλλον σε αναμένω προσωπικώς εις Αγίους Σαράντα
Ανδρέας
Οι μέρες περνάνε γεμάτες ενθουσιασμό στην τραχειά Ηπειρωτική γη. Η νίκη στεφανώνει παντού τα όπλα των πατριωτών που καταλαμβάνουν το Δέλβινο, την Κορυτσά, το Τεπελένι…Η διεθνής επιτροπή των Εξι Δυνάμεων αναγκάζεται να αναγνωρίσει τα δικαιώματα ευρείας αυτονομίας στους Βορειοηπειρώτες. Κι ο πόλεμος κοπάζει για λίγο. Ο Ανδρέας μπορεί να δώση στον εαυτό του μία άδεια. Γράφει στους γονείς του.
Νιβίτσα 26 Ιουλίου 1914
Αγαπητοί μου γονείς
Είμαι λαμπρά. Μεθαύριο έρχομαι με άδεια και να περιμένετε. ΄Ερχομαι με τον Χριστόπουλο. Λοιπόν σφάξατε τον μόσχον τον σιτευτόν.
Αλλά δεν είναι γραφτό, το γενναίο αυτό παληκάρι να ξαναδή την Αθήνα. Μία μικρή καθυστέρηση τον κρατάει λίγες ημέρες ακόμη στην Νιβίτσα. Κι εκεί, τα ξημερώματα της 30ηςΙουλίου, βρίσκεται δολοφονημένος μέσα στο κατάλυμά του. Ο δολοφόνος τον αποκεφάλισε, για να λάβει με απόδειξη το κεφάλι του Ανδρέα, τα λύτρα της αποτρόπαιης πράξης του.
Η Αθηναϊκή κοινωνία χάνει πιά για πάντα το ζεύγος Ζυγομαλά. Το βαρύ πένθος δεν αφήνει περιθώριο παρά για σπάνιες συναντήσεις με κάποιους από τους παλιούς φίλους. Ο Αντώνιος Ζυγομαλάς εγκαταλείπει την πολιτική. Το σπίτι τους κλείνει. Το μόνο που τους παρηγορεί ακόμη είναι η επιστροφή σε αυτά τα χωριά της Αττικής για τα οποία τόσον είχαν αγωνισθεί. Εκεί στα σπίτια της Αττικής, η Λουκία γνωρίζει την αληθινή συμπόνοια. Η κάθε μάνα χωρική που την ακούει να της ανοίγη την καρδιά τη, δακρύζει με ειλικρίνεια για το χαμό του παληκαριού της. Η «φόρντ» που μεταφέρει την Λουκία Ζυγομαλά μαυροντυμένη, σκεπασμένη σχεδόν ολόκληρη από την μαύρη πλερέζα της, πότε στο Συκάμινο και πότε στον Αυλώνα, είναι ένα συνηθισμένο θέαμα.
Η έξυπνη και μορφωμένη Λουκία Ζυγομαλά με τις επισκέψεις της στα σπίτια αυτών των γυναικών που ζούνε με τον ιδρώτα του προσώπου τους, σιγά-σιγά ανακαλύπτει μια παράδοση χιλιετιών ευγενική. Ανακαλύπτει αυτά που κεντούν στα ατελείωτα νυχτέρια τους οι γυναίκες, τα αρχαιοελληνικά και βυζαντινά σχέδια και χρώματα, την αρχοντιά της παραδοσιακής φορεσιάς…Έναν πλούτο που σβήνει και χάνεται μέσα στη βιοπάλη, την ανέχεια αλλά και την εισαγωγή του δυτικού συρμού. Η λαϊκή τέχνη με την γνήσια, τη συγκινητική ευγένειά της, γίνεται η δεύτερη αγάπη της Λουκίας Ζυγομαλά. Αγοράζει πανάκριβα και το πιο μικρό κομματάκι κεντήματος. Μελετάει τα μοτίβα. Ενισχύει τα κορίτσια του κάθε χωριού. Και ιδρύει τέλος, σχολές κεντήματος σε πολλά από τα χωριά της Αττικής, βάζοντας επικεφαλής άξιες ντόπιες κεντήστρες.
Το 1925 αυτά τα κεντήματα, τα πηγαίνει η ίδια στη Διεθνή έκθεση στο Παρίσι και παίρνουν το Χρυσό Βραβείο. Τον ίδιο καιρό, ένα κατάστημα στην οδό Βουλής, προμηθεύει στα αθηναϊκά σπίτια, υφάσματα κεντημένα με τα παληά σχέδια της Αττικοβοιωτίας και Στερεάς Ελλάδας. Η Αθηναία δέσποινα επιβλέπει με άγρυπνη φροντίδα το έργο αυτό, που συμφιλιώνει το λαϊκό πολιτισμό με την ξενοαναθρεμμένη πρωτεύουσα. Παραγγέλλει τις εργασίες, διαλέγει τα σχέδια και ελέγχει αυστηρά το εργόχειρο πριν το παραλάβει. Αν υπάρχει κάποιο λάθος, μια απροσεξία, λιγώτερο μεράκι από αυτό που μπορεί να συνθέσει ένα αριστούργημα, το εργόχειρο καταστρέφεται. Η διαδικασία ήταν στερεότυπη. Η γηραιά κυρία, κύτταζε καλά-καλά το κέντημα στο φως. Άνοιγε την τσάντα της και έδινε το προκαθορισμένο ποσόν.
-Κοπίασες παιδί μου, και πρέπει να πληρωθής. Αλλά δεν επέτυχες.
Ύστερα, έπαιρνε το ψαλίδι και έκανε το κεντημένο ύφασμα, χίλια κομμάτια. Καμμία από τις κοπέλλες που φοιτούσαν στις Σχολές Ζυγομαλά δεν ήθελε να ντροπιαστεί. Και το εργόχειρο έβγαινε προσεκτικά. Τέλεια δουλεμένο, τέλειο δείγμα της λαϊκής τέχνης.
Ο Αντώνιος Ζυγομαλάς, πέθανε το 1930. Ολομόναχη πιά, η Λουκία Ζυγομαλά κατάλαβε πως δεν μπορούσε να ζήση παρά μόνο κοντά στους Αυλωνίτες που τους είχε αγαπήσει και την είχαν αγαπήσει. Πούλησε την περιουσία της στην Αθήνα κι έχτισε στον Αυλώνα ένα απλό πέτρινο σπίτι, το σημερινό Μουσείο. Εκεί, συγκέντρωσε ό,τι αγαπούσε περισσότερο. Φωτογραφίες και αναμνηστικά του γιού της. Τα λάφυρά του από το Μπιζάνι και τα Γιάννενα, τα όπλα και την στολή του. Μαζί και τα περίφημα κεντήματα των Σχολών πλάϊ στα παλιά πρωτότυπα ενδύματα και κεντήματα. Λίγο αργότερα χάρισε στον Αυλώνα μια μεγάλη εκκλησία αγιογραφημένη στη μνήμη των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέου και Δημοτικό Σχολείο σε αντικατάσταση του παλιού που υπήρχε στον χώρο της εκκλησίας που έχτισε. Στη κρύπτη της μετέφερε τα οστά των αγαπημένων της, του γιού της και του συζύγου της. Στην ίδια κρύπτη ετάφη και εκείνη, σύμφωνα με την επιθυμία της, όταν πέθανε, τον Ιανουάριο του 1947.
Ο κόσμος της πρωτεύσουσας έχει λησμονήσει την Λουκία Ζυγομαλά. Άλλαξαν τόσα στην Αθήνα όλα αυτά τα χρόνια…Κανείς όμως δεν την ξέχασε στον Αυλώνα. Όσοι την συντρόφευσαν στη μοναξιά της έλεγαν:
«Είχαν περάσει τόσα χρόνια. Κι όμως, κάθε συζήτηση για τον γυιό της, τον Ανδρέα, τελείωνε μ΄ένα σιωπηλό κλάμα»
Και κάθε συζήτηση, άρχιζε και τελείωνε με τον Ανδρέα. Ακόμη και σήμερα, αυτό το Μουσείο, είναι και μουσείο της μνήμης που προσπάθησε μιά μάνα να συντηρήσει: To ξίφος και τα όπλα του. Η Τουρκική σημαία του Μπιζανίου και η Ελληνική σημαία που τύλιξαν τη σωρό του. Τα λάφυρα των Βαλκανικών πολέμων. Γράμματα. Φωτογραφίες. Αμέτρητες φωτογραφίες αυτού του αγοριού που χάθηκε στα 24 του χρόνια, κυνηγώντας τη νίκη πάνω στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα κειμήλια κι ένας ύμνος που γράφτηκε για τον Ανδρέα Ζυγομαλά
Για όλους αυτούς τους λόγους αξίζει το Μουσείο Ζυγομαλά να βρεί περισσότερη φροντίδα και βοήθεια. Εκτός από την τεράστια συλλογή λαϊκών κεντημάτων που κι αυτή χρειάζεται ταξινόμηση, καλύτερη έκθεση, επιλογή περισσότερο επιστημονική, έχει το ενδιαφέρον ενός αρχοντικού σπιτιού προπολεμικού. Ενός σπιτιού συγκροτημένου με διαφορετικά ιδανικά από τα συνηθισμένα της κάθε εποχής. Η σημερινή Διευθύντρια του Μουσείου οφείλει να φροντίσει ώστε να αποκατασταθούν όλα τα αντικείμενα του Μουσείου στην πρώτη-αρχική τους θέση όπως ήσαν επί εποχής του Α’ Δντή του Μουσείου Δημητρίου Παπακωνσταντίνου.
Είναι καιρός η προσφορά της οικογένειας Ζυγομαλά στον Αυλώνα να γεμίσει φως και ήλιο. Είναι αυτά που θα μετουσιώσουν τη σημερινή μελαγχολία του Μουσείου σε γαλήνη, για να γαληνέψει και η ψυχή της Λουκίας που μας κοιτάζει από ψηλά χρόνια τώρα μελαγχολικά.
=/=
Στην εκδήλωση ακούστηκε από τη Χορωδία του Συλλόγου και ο Ύμνος προς τον Ανδρέα Ζυγομαλά του οποίου το πρωτότυπο φυλλάσσεται στο Μουσείο μας.
Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης προσφέρθηκαν αξιόλογες δωρεές προς το Μουσείο Ζυγομαλά τις οποίες παρέλαβε η Δντρια του Μουσείου:
1) η κυρία Μαρία Καραγιώργου δώρησε στο Μουσείο, μία γιορτινή φορεσιά Αυλώνα που ανήκε στην μητέρα της Ελένη Τοτόμη, έτους κατασκευής 1922. Η Ελένη Τοτόμη από τον Αυλώνα ήταν μία από τις κεντήστρες της Λουκίας Ζυγομαλά ενώ απασχολήθηκε κι από τον αρχιμάστορα των παραδοσιακών φορεσιών του Αυλώνα Ηλία Πανούση στην κατασκευή παραδοσιακών φορεσιών του Αυλώνα.
2) Η οικογένεια Σπύρου και Πόπης Κόλλια από το Γραμματικό δώρησε στο Μουσείο Ζυγομαλά, μαρμάρινη προτομή του Ανδρέα Ζυγομαλά, δώρο της Λουκίας Ζυγομαλά σε πρόγονο της oικογένειας.
Πριν την λήξη της εκδήλωσης προβλήθηκε μοναδικό βίντεο-ντοκουμέντο με την Λουκία και τον Ανδρέα Ζυγομαλά. Στο πρώτο μέρος περιείχε την έκθεση των κεντημάτων των Σχολών Ζυγομαλά και την βράβευση της Λουκίας Ζυγομαλά στο Παρίσι το 1925 και στο δεύτερο μέρος περιείχε σκηνές από τον Ανδρέα Ζυγομαλά στα Γιάννενα το 1913
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους:
-O Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Αυλώνος, Αχαρνών, Ιλίου και Πετρουπόλεως κκ Αθηναγόρας
- Οι Αιδεσιμότατοi Χρήστος Σύρμας και Αθανάσιος Χρυσούλας
-Ο βουλευτής κος Βασίλης Οικονόμου
-ο Δήμαρχος Ωρωπίων κος Γ.Οικονομάκος, Αντιδήμαρχοι και Δημοτικοί Σύμβουλοι του Δήμου
-Ο τέως Διευθυντής του Μουσείου Ζυγομαλά Αναστάσιος Χριστοφόρου
-Η Δντρια του Μουσείου Ζυγομαλά Έφη Κρέμου
-ο Πρόεδρος και τα μέλη του ΔΣ του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Αυλώνα
-οι Δντές και οι διδάσκοντες όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης του Αυλώνα
-Η Αδελφότητα Αβγού Ιωαννίνων "ο Άγιος Δημήτριος''
-οι Ηπειρώτες Γαλατσίου
-ο Νέος Πολιτιστικός Σύλλογος Μαλακάσας
-ο Σύλλογος Γυναικών Οινοφύτων
-ο Σύλλογος Σκάλας Ωρωπού
-ο Σύλλογος Γυναικών Μαρκοπούλου ''οι Καρυάτιδες''
-ο Σύλλογος Αγίου Θωμά Βοιωτίας
-Το Λύκειο Ελληνίδων παράρτημα Χαλκίδας, του οποίου το χορευτικό τμήμα συμμετείχε στην εκδήλωση με Ηπειρώτικους χορούς
-οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων Νηπιαγωγείων, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου Αυλώνα
-ο Σύλλογος Αποστράτων Αυλώνα
-ο Σύλλογος Σαρακατσαναίων Αυλώνα
-ο Εμπορικός Σύλλογος Αυλώνα
-ο Σύλλογος Οικιστικής Ανάπτυξης Αυλώνα
-το Πνευματικό Κέντρο Αυλώνα, του οποίου το χορευτικό τμήμα συμμετείχε στην εκδήλωση με χορούς Αυλώνα μαζί με το Χορευτικό του Συλλόγου μας
- η Λέσχη Ηλικιωμένων Αυλώνα, η οποία έκλεισε χορευτικά την εκδήλωση με Ηπειρώτικους Χορούς
Την καλλιτεχνική επιμέλεια της εκδήλωσης είχαν ο Τοπικός Σύμβουλος Αυλώνα κος Δημήτριος Γιασσιράνης και ο καλλιτεχνικός Δντής του Συλλόγου μας κος Κώστας Λιάκουρης.
Ευχαριστούμε θερμά το πρωτόγνωρο και αξιόλογο πλήθος επισκεπτών του Μουσείου και θεατών της εκδήλωσης, αφιερωμένης στη μνήμη μιάς υποδειγματικής οικογένειας και ενός Ιδρύματος Τέχνης μοναδικού στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου